Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Tuesday, June 26, 2007

Το Τέλος του διηγήματος

...Το σώμα μου, κενό ασκί που κουβαλάω μαζί μου, αυτό που δεν περιέχει παρά μονάχα αέρα, ξάφνου αρχίζει να φουσκώνει. Αυτόματα χάνω τον έλεγχο των λόγων μου. Αντιλαμβάνομαι μόνο πως το στόμα συνεχίζει να κινείται μηχανικά εκτοξεύοντας λέξεις, λέξεις κι άλλες λέξεις, πιθανώς ακούγεται αυτό που πρέπει ν’ ακουστεί, αλλά εγώ συνεχώς φουσκώνω. Φουσκώνω. Φουσκώνω τόσο πολύ που δεν μπορεί πια το βάρος του σώματος να με κρατήσει στο δάπεδο. Τότε τα πόδια μου αρχίζουν να σηκώνονται. Χάνω την επαφή με τη μοκέτα. Όμως βλέπω ότι εξακολουθούν να με κοιτάνε. Κοιτάνε κι ακούν εκστατικοί. Είναι προσηλωμένοι σε μένα. Που δεν είμαι πια στο μέρος που κοιτάνε. Έχω ανέβει πνιγμένος αέρα.
Και, ω, νιώθω ανάλαφρος. Τόσο που δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα γελάκι ξαφνικό. Τώρα τους βλέπω όλους από ψηλά, καθισμένους στα παρατεταγμένα βελούδινα κόκκινα καθίσματα, με τα ντοσιέ της εταιρείας στα χέρια να κρατούν σημειώσεις για ερωτήσεις, και το γέλιο μου τραντάζει την αίθουσα πολλαπλασιασμένο απ’ το μικρόφωνο και τα ηχεία. Γελάω ανεξέλεγκτα. Τίποτα πλέον δεν μπορεί να με σταματήσει. Γελάω. Και χαίρομαι εδώ ψηλά, κολλημένος στο ταβάνι. Δεν μπορώ βέβαια να ξέρω αυτοί εκεί κάτω τι ακούν να βγαίνει απ’ το στόμα μου κοιτάζοντας στο σημείο όπου νομίζουν ότι με βλέπουν, όμως εγώ ακούω τη φωνή μου να τον καλεί:

Μάνθο...

Τώρα κρατάω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια, γιατί μου φαίνεται πως κάτι έχουν αντιληφθεί και ξαφνιάζονται. Σαν να είναι έτοιμοι να διαμαρτυρηθούν, αλλά δεν προλαβαίνουν. Γιατί εγώ βγαίνω απ’ την αίθουσα κι ύστερα

φρρρ

ανεβαίνω πιο ψηλά, βρίσκω το ανοιχτό παράθυρο, ακόμη πιο ψηλά, είναι σαν να πετάω, σαν να κολυμπάω στο κενό... Συγχωρήστε με, Κυρίες και Κύριοι, Μερόπη φίλησέ μου τα παιδιά, τι όμορφα που είναι να πετάς!

Μάνθο, περίμενέ με, επιστρέφω...

γέννησα έκρηξη

Monday, June 25, 2007

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Να ευχαριστήσω ακόμη μια φορά όλους τους φίλους που έστειλαν συμμετοχές για το τέλος του διηγήματος "Το Κενό του Σώματος". Όπως είχα γράψει και σε προηγούμενο ποστ οι έγκυρες συμμετοχές ήταν 8.
Σήμερα τελείωσε η ψηφοφορία και όπως είχα υποσχεθεί θα δημοσιεύσω ονομαστικά τις συμμετοχές. Ιδού λοιπόν οι 8 συμμετέχοντες με τους αύξοντες αριθμούς τους, με τους οποίους έλαβαν μέρος στην ψηφοφορία.
Ν0 1 INDUSTRIALDAISIES
No 2 COMROSITIONDOLL
No 3 BASILEIOS
No 4 IOEU
No 5 THE THERAPIST
No 6 2ΣΧ2
Νο 7 XΡΗΣΤΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ
No 8 ANASTASSIOS

Από την ψηφοφορία το τέλος που αναδείχτηκε σαν πιο ταιριαστό με το διήγημα (με 22 ψήφους) ήταν το
Νο 4
δηλαδή ο ioeu (κατά κόσμον Γιάννης Ευθυμιάδης).
Τον ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή του και του εύχομαι να έχει πάντα και παντού επιτυχίες.
Δεύτεροι ισοψήφισαν (με 14 ψήφους) τα νούμερα 1 και 7
δηλαδή η NDUSTRIALDAISIES και ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ αντίστοιχα.

Και τώρα διαβάστε το διήγημα με το τέλος του ioeu.
Αύριο θα αναρτήσω το κανονικό τέλος.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ IOEU

Ξύπνησα απ' τη σιωπή. Ίσως όμως δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε σιωπή. Απουσία θορύβου. Αυτό ήταν. Ενός συνηθισμένου, καθημερινού, ρυθμικού θορύβου. Άλλοτε δυνατού που σε ξαγρυπνά κι άλλοτε απαλoύ που σε ησυχάζει και σε κάνει να νιώθεις πως είναι συντροφιά σου. Πως υπάρχει για να υπάρχεις ή υπάρχεις γιατί υπάρχει. Τόσο σφιχταγκαλιασμένοι ο

ένας με τον άλλον, γρανάζια. Αυτός ο θόρυβος, λοιπόν, είχε ξαφνικά σταματήσει.

Άνοιξα τα μάτια με αγωνία. Περισσότερο την είχα υποψιασθεί παρά την είχα νιώσει τη σιωπή. Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από χτες βράδυ. Οι κουρτίνες ακόμη μισάνοιχτες για να περνάει το ροδαλό φως της αυγής. Τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα σε αναμονή στην κρεμάστρα. Το ηλεκτρονικό ρολόι στο κομοδίνο σε αγώνα δρόμου για να χτυπήσει σε τριάντα λεπτά. Έριξα μια ματιά δίπλα μου. Η Μερόπη κοιμόταν γυρισμένη στο άλλο πλευρό. Πρόσεξα πόσο κόκκινα είχε κάνει τελευταία τα μαλλιά της, δεν μπορούσε, είν' αλήθεια, ν' αποφασίσει τι χρώμα την κολάκευε περισσότερο, δεν της έλεγα κι εγώ, τόσο απασχολημένος με τις δουλειές... Την είχα γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο, πάνε είκοσι πέντε χρόνια, ούτε που το κατάλαβα πως άλλαξε...

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω τις σκέψεις μου. Η απουσία του θορύβου με προβλημάτισε ξανά. Έμοιαζε σαν αυτή η σιωπή ν' αναδυόταν από μέσα μου. Μου φάνηκε πως... σαν εγώ...

Και ξαφνικά, λες κι ανακάλυψα την εστία της σιωπής, έβαλα αυτόματα το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς μου. Αυτό ήταν. Κανένας ήχος. Απόλυτη σιγή! Το γνωστό τακ-τακ δεν ήταν εκεί. Είχε σταματήσει! Άφησα το χέρι στο στήθος αρκετή ώρα. Μια αίσθηση αιωνιότητας με κυρίεψε. Το τακ-τακ δεν ξαναρχόταν. Κοίταξα πάλι προς τη μεριά της Μερόπης. Εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια μην έχοντας τίποτα υποψιαστεί, γιατί άλλωστε; δεν ήταν κάτι που την αφορούσε.

Πέταξα τα σκεπάσματα και σηκώθηκα. Εφόσον το τακ-τακ είχε σταματήσει, αναμφίβολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως είχα πεθάνει. Όμως η αγωνία μου με έκανε να νιώθω ότι ζω. Έπιασα το σφυγμό μου. Πώς δεν το είχα κάνει αμέσως; Καμιά φορά η καρδιά είναι τόσο διακριτική, ιδιαίτερα στον ύπνο, σκέφτηκα προσπαθώντας να ξεγελάσω τον εαυτό μου... Όμως δεν ακουγόταν σφυγμός ούτε με το

πιεσόμετρο με το οποίο καμιά φορά έπαιρνα την πίεση της πεθεράς μου. Η μόνη εξήγηση προφανώς, όσο παράξενη κι αν φαινόταν εκ πρώτης όψεως, ήταν πως η καρδιά μου δεν βρισκόταν εκεί που ήταν πάντα. Κοίταξα το ρολόι. Οκτώ και μισή. Ήταν η ώρα του να χτυπήσει. Το σταμάτησα μην ξυπνήσει τη Μερόπη κι αναγκαστικά αρχίζαμε κουβέντα. Μπήκα στο μπάνιο. Μπορεί η καρδιά μου να είχε βουβαθεί, αλλά εγώ δεν είχα άλλο χρόνο για χασομέρι, το συνέδριο θα άρχιζε στις δέκα. Και σίγουρα δεν θα έφτανα στον Αστέρα νωρίτερα από τις παρά τέταρτο με την ασφυκτική κίνηση στους δρόμους.

Έκανα βιαστικά ένα ντους και πέρασα την ανάποδη του χεριού μου στο δεξί μου μάγουλο. Αδύνατον να μην ξυριζόμουν. Άπλωσα το χέρι μου στην ηλεκτρική, αλλά σκέφτηκα πως θα καθυστερούσα κι έτσι άρπαξα στα γρήγορα το ξυράφι. Έτσι όπως βιαζόμουν θα 'ταν αφύσικο να μην κοπώ. Ένιωσα ρίγος απ' το τσούξιμο, αλλά πριν προλάβει ν' αρχίσει η αιμορραγία, κόλλησα ένα τραυμοπλάστ. Θα το' βγαζα στην τουαλέτα του Αστέρα. Φόρεσα βιαστικά τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα μου και φίλησα πεταχτά τη Μερόπη στο μέτωπο. Άνοιξε τα μάτια της, ανοιχτά καστανά, σαν μέλι. Α ναρωτήθηκα πώς μπορούσε να έχει ακόμη τόσο όμορφα μάτια, δεν είχα χρόνο όμως για τέτοιες κουβέντες. «Θα λείψω δυο μέρες», το θυμόταν, «καλή επιτυχία», μου ψιθύρισε, «τηλεφώνησέ μου». Δεν προλάβαινα να καλημερίσω τα παιδιά.

Η κίνηση στους δρόμους ήταν εφιαλτική, ιδιαίτερα μέσα στη ζέστη. Άνοιξα το αιρκοντίσιον παρ' όλο που κάθε φορά με έκανε να συναχώνομαι. Έστριψα Κατεχάκη για Βουλιαγμένη, ίσα-ίσα θα τους προλάβαινα, μόλις θα είχαν μπει στην αίθουσα. Συνήθως οι ξένοι έρχονταν μετά το μεσημεριανό φαγητό με το τζετ της μητέρας-εταιρείας από Ελβετία. Ευτυχώς η πορεία κάποιων αναρχικών γινόταν έξω απ’ τη Βουλή. Είχε δίκιο ο Παναγιωτίδης που διάλεξε τον Αστέρα Βουλιαγμένης, σκέψου τώρα να είχαμε κανονίσει το συνέδριο στη Μεγάλη Βρετανία.

Οι υπάλληλοι και οι πωλητές ήταν μαζεμένοι στον μπουφέ έξω απ' την αίθουσα κι έπιναν έναν πρώτο καφέ. Από μακριά έβλεπα τα στόματά τους ν' ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα και το ελεύθερο χέρι τους να πηγαινοέρχεται υποστηρίζοντας προφανώς όσα έλεγαν. Καθώς πλησίαζα, έφτασε στ' αφτιά μου το συνονθύλευμα κάποιων αφελών απόψεων, που υποστήριζαν συνήθως οι απλοί άνθρωποι, σχετικά με τις πορείες των αναρχικών. Μου χαμογέλασαν κι αμέσως άλλαξαν συζήτηση. «Θα σκίσει το καινούργιο προϊόν, boss.»

Ρούφηξα μια γουλιά απ' τον καφέ που έτρεξε να μου σερβίρει η γραμματέας μου και τσάκωσα το βλέμμα της να καρφώνεται στο μάγουλό μου. Θυμήθηκα το κόψιμο με το ξυράφι κι έτρεξα στις τουαλέτες. Είχα ευτυχώς λίγα λεπτά καιρό. Οι τουαλέτες μύριζαν απολυμαντικό. Παράξενο για ένα τόσο πολυτελές ξενοδοχείο, σκέφτηκα. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στο διευθυντή του.

Κοίταξα αφηρημένα το είδωλό μου στον καθρέφτη κι αυθόρμητα ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη μου με τη σκέψη ότι, αν φέτος πιάναμε τον στόχο, θα είχα ένα γερό μπόνους και μια σίγουρη υποψηφιότητα για Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Που σήμαινε ότι βρισκόμουν πλέον στην τελική ευθεία για την κορυφή. Αλλά και μέχρι εδώ να έμεναν τα πράγματα, έλεγε η Μερόπη, καλά τα είχα καταφέρει. Αύριο μετά το συνέδριο οι ξένοι θα ανήγγελλαν και επίσημα την υπαγωγή σε μένα της αγοράς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Τράβηξα απαλά το τραυμοπλάστ απ' το μάγουλό μου, μην αρχίσει να τρέχει το αίμα, κι έκανα να το ρίξω στο καλάθι των αχρήστων. Χωρίς να το θέλω, το μάτι μου έπεσε πάνω του. Παράξενο. Το τραυμοπλάστ δεν είχε καθόλου μα καθόλου αίμα, ούτε το μάγουλό μου κανένα ίχνος από αιμορραγία. Ήταν σαν να μην είχα κοπεί καθόλου, άδικα είχα ανησυχήσει... Μ' ένα όμως προσεκτικότερο κοίταγμα το πράγμα έδειξε διαφορετικό. Υπήρχε μια μικρή ουλή από το κόψιμο, λίγο ανοιχτή αλλά στεγνή και χλομή, σαν να μην είχε τρέξει καθόλου αίμα. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκα, που δεν είχα λερωθεί, και βγήκα απ' τις τουαλέτες γιατί σίγουρα θα είχαν όλοι μαζευτεί και θα περίμεναν εμένα για ν' αρχίσει το συνέδριο.

Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα στο διάδρομο και μια ξαφνική ταραχή με κυρίεψε. Ξαναγύρισα αμέσως τρέμοντας. Βουτήχτηκα πάλι στον καθρέφτη. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό μου. Έβαλα το χέρι μου στο μέρος της καρδιάς. Παρ' όλη τη λαχτάρα μου ο χτύπος δεν είχε επιστρέψει. Η καρδιά απουσίαζε ακόμη απ' τη θέση της. Και το αίμα; αναρωτήθηκε το μυαλό μου. Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Αν η καρδιά... τότε και το αίμα... Κοίταξα γύρω μου με αγωνία μήπως υπήρχε κανένα αιχμηρό εργαλείο. Ρίχνοντας ακόμη μια ματιά στον καθρέφτη, σκέφτηκα ότι ο καθρέφτης, δηλαδή το γυαλί, ήταν ό,τι χρειαζόμουν. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, έπρεπε να διαπιστώσω...

Τρέχω λοιπόν και βγάζω το ρολό τουαλέτας απ’ το γάντζο και ξεκολλάω με μια κίνηση —πού βρήκα τέτοια δύναμη — το γάντζο απ’ τον τοίχο. Έπρεπε να βιαστώ για να μην αρχίσουν ν’ ανησυχούν και με ψάχνουν. Με το γάντζο, που ήταν σιδερένιος, τρέχω ξανά στον καθρέφτη. Δεν διστάζω ούτε λεπτό. Σπάω αμέσως μια τριγωνική άκρη του κι έχω στα χέρια μου ένα μικρό, αιχμηρό αντικείμενο κατάλληλο για το σκοπό μου. Δεν είχα λόγο να κάνω τη γρατσουνιά στο πρόσωπο. Άπλωσα το χέρι και ξεκούμπωσα το μανίκι του ολόλευκου, καλοσιδερωμένου μου πουκάμισου. Ψηλά στον καρπό ήταν η καλύτερη θέση, δεν μπορούσα άλλο να το καθυστερώ, χρατς...

Σε όποιον και να το πω δεν θα με πιστεύει. Πονούσε στον καρπό μου η πληγή, έχασκε ανοιχτή μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν έσταζε καθόλου αίμα. Δεν υπήρχε αίμα!

Το λόγο του καθηγητή της Ψυχιατρικής ακολούθησαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι πωλητές χαίρονταν πάρα πολύ γιατί, αν ο ίδιος ο καθηγητής συνταγογραφούσε το νέο μας φάρμακο για την κατάθλιψη, τότε όλοι σι γιατροί αυτής της ειδικότητας θα το έγραφαν. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος καθηγητής είχε πολύ υψηλή ταρίφα. Είχα όμως απ’ την εταιρεία την ελευθερία να χειριστώ το ζήτημα. Και αυτό είχα ήδη κάνει.

Το Πρώτο πιάτο ήταν, όπως συνηθίζεται, καπνιστός σολομός. Θα προτιμούσα κάτι πιο πρωτότυπο, αλλά ευτυχώς δεν ήταν καλεσμένοι οι ξένοι τώρα το μεσημέρι. Για το βράδυ είχα την ελπίδα ότι θα παρουσίαζαν κάτι εκλεκτότερο. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στον αρμόδιο του τμήματος των δημοσίων σχέσεων της εταιρείας, αλλά ήξερα ότι αυτός θα τα φόρτωνε στην υπεύθυνη των συνεδρίων και ούτω καθεξής, δεν βρίσκεις άκρη σ’ αυτά τα πράγματα.

Απ’ ό,τι έβλεπα, κανείς δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό, περιμένοντας το βαρύ πυροβολικό των ξένων το απόγευμα. Καταλάβαινα στα βλέμματά τους ένα ελαφρό, ανεπαίσθητο μούδιασμα. Αντίθετα, εγώ ένιωθα άνετος ως προς αυτό, γιατί ήξερα την απόφασή τους σε σχέση με τη δική μου θέση, αν και δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, τα συμφέροντα μεταβάλλονται γρήγορα...

Έκοψα μια μπουκιά σολομό και την έβαλα στο στόμα μου. Η γεύση δεν ήταν κακή, λιγάκι λεμόνι είχε περισσότερο. Την κατάπια βιαστικά, πάντα μ’ ενοχλούσε το λίγο παραπάνω ξινό. Όμως η μπουκιά δεν κατέβαινε. Και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι έφταιγε το λεμόνι. Είχε σταθεί λίγο κάτω απ’ τον οισοφάγο μου. Δοκίμασα να την βοηθήσω με λίγο κρασί, σ’ αυτό είχαν κάνει ομολογουμένως πολύ καλή επιλογή, μια Ρομπόλα όσο έπρεπε παγωμένη.

Η μπουκιά στεκόταν εκεί λες και κάποιος είχε τσιμεντώσει το υπόλοιπο μέρος του οισοφάγου μου. Τίποτα δεν γλιστρούσε παρακάτω. Έπρεπε να το φτύσω, και όχι βέβαια στο πιάτο μου, μπροστά στα βλέμματα των υπαλλήλων.

Σηκώθηκα διακριτικά και με μια κίνηση καθησύχασα όσους ήταν έτοιμοι να τρέξουν για να δουν μήπως επιθυμώ κάτι. Προχώρησα όσο μπορούσα πιο φυσιολογικά μέχρι το διάδρομο, υπήρχε πιθανότητα κάποιος να με βλέπει, κι ύστερα έτρεξα στις τουαλέτες. Η μπουκιά με πίεζε πολύ. Έσκυψα στη λεκάνη και την έβγαλα νιώθοντας επιτέλους να ξαλαφρώνω. Ύστερα στο νιπτήρα δοκίμασα να πιω με το χέρι μου λίγο δροσερό νερό. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ούτε το νερό κατέβαινε. Σαν να σταμάταγε ο οισοφάγος δυο εκατοστά πέρα απ’ τη ρίζα της γλώσσας. Άνοιξα το στόμα μου και κοίταξα στον καθρέφτη μήπως διακρίνω τίποτα. Ορατότης μηδέν. Σκέτη μαυρίλα! Ιδρώτας άρχισε πάλι ν’ αναβλύζει απ’ το μέτωπό μου, ήταν το τρίτο παράξενο κρούσμα απ’ το πρωί, σίγουρα αυτόν τον καθηγητή της Ψυχιατρικής θα έπρεπε κάποια στιγμή να τον επισκεφθώ προσωπικά, σκέφτηκα. Θα με πρόσεχε οπωσδήποτε, τόσα χρήματα έπαιρνε απ’ την εταιρεία. Σκούπισα τον ιδρώτα μου με λίγο χαρτί και ξαναγύρισα στο τραπέζι, όχι δεν ήταν τίποτα, μην ανησυχείτε, ένα τηλεφώνημα επείγον που το είχα ξεχάσει, ας συνεχίσουμε το φαγητό μας...

Δεν είχα ιδέα όμως τι έπρεπε να κάνω για να παριστάνω ότι τρώω. Η αλήθεια είναι πως δεν πεινούσα και καθόλου, πράγμα που με παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Είχα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου από χτες το μεσημέρι. Τα ραντεβού μου στο γραφείο ήταν τόσα πολλά, αν δεν μου θύμιζε την ώρα του φαγητού η γραμματέας μου, μπορούσα να μείνω νηστικός μέχρι το βράδυ. Παλιά συνήθεια που είχα από μικρός όταν ήμασταν στα χωράφια, κάτω στη γενέτειρά μου την Κρήτη, και μαζεύαμε τις ελιές στον καιρό τους, τέσσερα χέρια όλα κι όλα, του πατέρα μου και τα δικά μου, η μάνα μου είχε πεθάνει στη γέννα. Απορούσα πώς είχα κατορθώσει εγώ να βρίσκομαι τώρα σ’ αυτό το τραπέζι, σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτή την εταιρεία!

Δεν δοκίμασα ούτε μια γουλιά καφέ. Φοβόμουν ότι πάλι δεν θα κατέβαινε τίποτα κάτω... Τα βράδια, θυμάμαι, γυρίζαμε σπίτι με το γάιδαρο, Μάνθο τον έλεγαν. Βάδιζε άκρη-άκρη στο γκρεμό κι εγώ έτρεμα. «Μη σκιάζεσαι», μου ‘λεγε ο πατέρας, «εκείνος ξέρει μαθές, όσο πιο σιμά στον κίνδυνο τόσο καλύτερα τον κατέχει, μην τονε χάψει». Από τότε θαύμαζα τον Μάνθο. Ήταν μια σπουδαία συντροφιά για μένα. Δεν είχα αδέλφια και... Πώς μου ‘ρθαν τώρα όλ’ αυτά; αναλογίστηκα παραξενεμένος.

Η ώρα είχε πάει τέσσερις κι έπρεπε να ετοιμαστώ για την υποδοχή των ξένων. Πήγα στο δωμάτιό μου να φρεσκαριστώ.

Ο διαφημιστής μας είχε μια πολύ δημιουργική ιδέα. Να υποδεχτούμε τους ξένους στο αεροδρόμιο κι ένας οπερατέρ να βιντεοσκοπήσει κρυφά τον ερχομό τους και να τους τον παρουσιάσουμε σαν εναρκτήριο καλωσόρισμα στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου, το οποίο θα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι. Σίγουρα θα τους εντυπωσιάζαμε.

Δεν είχε άδικο. Επιφωνήματα ευχάριστης έκπληξης ακούστηκαν το απόγευμα στην αίθουσα του συνεδρίου και όλοι χειροκρότησαν θερμά. Πηγαίναμε καλά. Δεν είχα πια αιτία ν’ ανησυχώ. Ακόμη και στο λόγο του ο μεγάλος απ’ την Ελβετία δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για την τόσο «έξυπνη», είπε επί λέξει, υποδοχή. Εκείνη τη στιγμή νοστάλγησα την καρδιά μου.

Λίγο πριν τελειώσει το απογευματινό μέρος του συνεδρίου έγινε και η μεγάλη ανακοίνωση που αφορούσε το άτομό μου. ‘Ηταν η πρώτη φορά μετά από τα χρόνια των σπουδών μου που έπαθα τρακ. Προσπάθησα με κόπο να καλύψω το τρέμουλο των χεριών μου Κι εκείνο το κάτι σαν λυγμό που ανέβαινε απ’ το στήθος μου. Φαντάσου σε τέτοια ηλικία, μονολόγησα. Όταν είχα αποφοιτήσει απ’ τα μεταπτυχιακά μου στο Χάρβαρντ και πήρα το ντοκτορά μου απ’ τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, είχα νιώσει την ίδια συγκίνηση, έτοιμος να εκτοξευτώ στον πιο μακρινό ουρανό. Η Μερόπη ήταν τότε πολύ ευτυχισμένη. Η αλήθεια είναι πως ουσιαστικά εκείνη τα είχε καταφέρει, αν δεν ήταν ο πατέρας της με τις διαπλοκές του σίγουρα δεν θα μπορούσα να εξασφαλίσω τέτοια αξιοζήλευτη υποτροφία... Καμιά φορά με γέμιζε τύψεις αυτή η σκέψη, ιδιαίτερα όταν... αλλά κάθε άντρας δικαιούται να κάνει μερικά ερωτικά παραστρατήματα στη ζωή του, τι διάολο πια.

Το βράδυ το γεύμα δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα με συνοδεία μουσικής. Υπήρχε μπαλέτο, εξαμελής ορχήστρα και πρόγραμμα ελαφρό και λαϊκό. Οι ξένοι τρελαίνονται για τσιφτετέλια, ζήτω η Ελλάδα, έλεγαν και πέταγαν γαρδένιες μαζί με τα καλαθάκια. Αν μπορούσα μόνο να καταπιώ δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σκυμμένος στο πιάτο μου, έκανα ένα σωρό μανούβρες για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Δεν ανέφερα κάτι ούτε στη Μερό πη, που την πήρα στο τηλέφωνο για να της πω «όλα καλά» και να την ευχαριστήσω για την ωραία της ανθοδέσμη, που είχε προνοήσει να μου στείλει για την προαγωγή μου.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, ασυναίσθητα έβαλα το χέρι στο στομάχι μου. Αυτό ήταν. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετικά. Ίσως δεν ήταν θέμα ψυχιάτρου, όπως θέλησα να πιστέψω το μεσημέρι. Ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που δεν τολμούσα ούτε να το σκεφτώ: μπορεί να είχε φύγει, μαζί με την καρδιά και το αίμα, και όλο το πεπτικό μου σύστημα. Τα εντόσθιά μου! Ήταν πάρα πολύ δύσκολο βέβαια να το πιστέψω. Σχεδόν κωμικό! Με αποσπούσε όμως απ’ τις δουλειές του συνεδρίου και ήταν πολλά τα πρακτικά προβλήματα που έπρεπε να λύσω...

Ο ξένος ερχόταν προς το μέρος μου, έπρεπε να πάρω το καλό μου ύφος. Μου χαμογέλασε. Αυστριακός ήταν νομίζω, αλλά γεννημένος στην Ελβετία και μεγαλωμένος στη Ρώμη με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όπως κι εγώ, μιλούσε οκτώ γλώσσες, εγώ μόνο τέσσερις μαζί με τα ελληνικά μου. «Εκείνο που μας ανησυχεί», μπήκε στο ψητό, «είναι οι τριγμοί στο κυβερνών κόμμα τώρα που περιμένουμε την έγκριση κυκλοφορίας του καινούργιου φαρμάκου για την κατάθλιψη». Τον διαβεβαίωσα ότι δεν εξαρτάται από τα κόμματα αυτό αλλά από διαφορετικές παρασκηνιακές, μυστικές διασυνδέσεις που υπήρχαν παντού και τις έλεγχα. Χάρηκε και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Εκείνη τη στιγμή μάς πλησίασε γελώντας η Νόρα, συνεργάτις της εταιρείας μας, αυτοπυρπολούμενη στην απαστράπτουσα θηλυκότητά της. Ανάμεσα στις κουβέντες και τ’ αστεία της πέταξε και το γνωστό «απόψε», όπως κάθε φορά που ήμασταν σε συνέδριο και διανυκτερεύαμε εκτός οικογενειακής εστίας. Δεν τόλμησα ν’ αρνηθώ παρόλο που κάτι μέσα μου μού έλεγε πως έπρεπε να το κάνω…

Τρέχω λοιπόν και βγάζω το ρολό τουαλέτας απ’ το γάντζο και ξεκολλάω με μια κίνηση —πού βρήκα τέτοια δύναμη — το γάντζο απ’ τον τοίχο. Έπρεπε να βιαστώ για να μην αρχίσουν ν’ ανησυχούν και με ψάχνουν. Με το γάντζο, που ήταν σιδερένιος, τρέχω ξανά στον καθρέφτη. Δεν διστάζω ούτε λεπτό. Σπάω αμέσως μια τριγωνική άκρη του κι έχω στα χέρια μου ένα μικρό, αιχμηρό αντικείμενο κατάλληλο για το σκοπό μου. Δεν είχα λόγο να κάνω τη γρατσουνιά στο πρόσωπο. Άπλωσα το χέρι και ξεκούμπωσα το μανίκι του ολόλευκου, καλοσιδερωμένου μου πουκάμισου. Ψηλά στον καρπό ήταν η καλύτερη θέση, δεν μπορούσα άλλο να το καθυστερώ, χρατς...

Σε όποιον και να το πω δεν θα με πιστεύει. Πονούσε στον καρπό μου η πληγή, έχασκε ανοιχτή μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν έσταζε καθόλου αίμα. Δεν υπήρχε αίμα!

Το λόγο του καθηγητή της Ψυχιατρικής ακολούθησαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι πωλητές χαίρονταν πάρα πολύ γιατί, αν ο ίδιος ο καθηγητής συνταγογραφούσε το νέο μας φάρμακο για την κατάθλιψη, τότε όλοι σι γιατροί αυτής της ειδικότητας θα το έγραφαν. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος καθηγητής είχε πολύ υψηλή ταρίφα. Είχα όμως απ’ την εταιρεία την ελευθερία να χειριστώ το ζήτημα. Και αυτό είχα ήδη κάνει.

Το Πρώτο πιάτο ήταν, όπως συνηθίζεται, καπνιστός σολομός. Θα προτιμούσα κάτι πιο πρωτότυπο, αλλά ευτυχώς δεν ήταν καλεσμένοι οι ξένοι τώρα το μεσημέρι. Για το βράδυ είχα την ελπίδα ότι θα παρουσίαζαν κάτι εκλεκτότερο. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στον αρμόδιο του τμήματος των δημοσίων σχέσεων της εταιρείας, αλλά ήξερα ότι αυτός θα τα φόρτωνε στην υπεύθυνη των συνεδρίων και ούτω καθεξής, δεν βρίσκεις άκρη σ’ αυτά τα πράγματα.

Απ’ ό,τι έβλεπα, κανείς δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό, περιμένοντας το βαρύ πυροβολικό των ξένων το απόγευμα. Καταλάβαινα στα βλέμματά τους ένα ελαφρό, ανεπαίσθητο μούδιασμα. Αντίθετα, εγώ ένιωθα άνετος ως προς αυτό, γιατί ήξερα την απόφασή τους σε σχέση με τη δική μου θέση, αν και δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, τα συμφέροντα μεταβάλλονται γρήγορα...

Έκοψα μια μπουκιά σολομό και την έβαλα στο στόμα μου. Η γεύση δεν ήταν κακή, λιγάκι λεμόνι είχε περισσότερο. Την κατάπια βιαστικά, πάντα μ’ ενοχλούσε το λίγο παραπάνω ξινό. Όμως η μπουκιά δεν κατέβαινε. Και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι έφταιγε το λεμόνι. Είχε σταθεί λίγο κάτω απ’ τον οισοφάγο μου. Δοκίμασα να την βοηθήσω με λίγο κρασί, σ’ αυτό είχαν κάνει ομολογουμένως πολύ καλή επιλογή, μια Ρομπόλα όσο έπρεπε παγωμένη.

Η μπουκιά στεκόταν εκεί λες και κάποιος είχε τσιμεντώσει το υπόλοιπο μέρος του οισοφάγου μου. Τίποτα δεν γλιστρούσε παρακάτω. Έπρεπε να το φτύσω, και όχι βέβαια στο πιάτο μου, μπροστά στα βλέμματα των υπαλλήλων.

Σηκώθηκα διακριτικά και με μια κίνηση καθησύχασα όσους ήταν έτοιμοι να τρέξουν για να δουν μήπως επιθυμώ κάτι. Προχώρησα όσο μπορούσα πιο φυσιολογικά μέχρι το διάδρομο, υπήρχε πιθανότητα κάποιος να με βλέπει, κι ύστερα έτρεξα στις τουαλέτες. Η μπουκιά με πίεζε πολύ. Έσκυψα στη λεκάνη και την έβγαλα νιώθοντας επιτέλους να ξαλαφρώνω. Ύστερα στο νιπτήρα δοκίμασα να πιω με το χέρι μου λίγο δροσερό νερό. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ούτε το νερό κατέβαινε. Σαν να σταμάταγε ο οισοφάγος δυο εκατοστά πέρα απ’ τη ρίζα της γλώσσας. Άνοιξα το στόμα μου και κοίταξα στον καθρέφτη μήπως διακρίνω τίποτα. Ορατότης μηδέν. Σκέτη μαυρίλα! Ιδρώτας άρχισε πάλι ν’ αναβλύζει απ’ το μέτωπό μου, ήταν το τρίτο παράξενο κρούσμα απ’ το πρωί, σίγουρα αυτόν τον καθηγητή της Ψυχιατρικής θα έπρεπε κάποια στιγμή να τον επισκεφθώ προσωπικά, σκέφτηκα. Θα με πρόσεχε οπωσδήποτε, τόσα χρήματα έπαιρνε απ’ την εταιρεία. Σκούπισα τον ιδρώτα μου με λίγο χαρτί και ξαναγύρισα στο τραπέζι, όχι δεν ήταν τίποτα, μην ανησυχείτε, ένα τηλεφώνημα επείγον που το είχα ξεχάσει, ας συνεχίσουμε το φαγητό μας...

Δεν είχα ιδέα όμως τι έπρεπε να κάνω για να παριστάνω ότι τρώω. Η αλήθεια είναι πως δεν πεινούσα και καθόλου, πράγμα που με παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Είχα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου από χτες το μεσημέρι. Τα ραντεβού μου στο γραφείο ήταν τόσα πολλά, αν δεν μου θύμιζε την ώρα του φαγητού η γραμματέας μου, μπορούσα να μείνω νηστικός μέχρι το βράδυ. Παλιά συνήθεια που είχα από μικρός όταν ήμασταν στα χωράφια, κάτω στη γενέτειρά μου την Κρήτη, και μαζεύαμε τις ελιές στον καιρό τους, τέσσερα χέρια όλα κι όλα, του πατέρα μου και τα δικά μου, η μάνα μου είχε πεθάνει στη γέννα. Απορούσα πώς είχα κατορθώσει εγώ να βρίσκομαι τώρα σ’ αυτό το τραπέζι, σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτή την εταιρεία!

Δεν δοκίμασα ούτε μια γουλιά καφέ. Φοβόμουν ότι πάλι δεν θα κατέβαινε τίποτα κάτω... Τα βράδια, θυμάμαι, γυρίζαμε σπίτι με το γάιδαρο, Μάνθο τον έλεγαν. Βάδιζε άκρη-άκρη στο γκρεμό κι εγώ έτρεμα. «Μη σκιάζεσαι», μου ‘λεγε ο πατέρας, «εκείνος ξέρει μαθές, όσο πιο σιμά στον κίνδυνο τόσο καλύτερα τον κατέχει, μην τονε χάψει». Από τότε θαύμαζα τον Μάνθο. Ήταν μια σπουδαία συντροφιά για μένα. Δεν είχα αδέλφια και... Πώς μου ‘ρθαν τώρα όλ’ αυτά; αναλογίστηκα παραξενεμένος.

Η ώρα είχε πάει τέσσερις κι έπρεπε να ετοιμαστώ για την υποδοχή των ξένων. Πήγα στο δωμάτιό μου να φρεσκαριστώ.

Ο διαφημιστής μας είχε μια πολύ δημιουργική ιδέα. Να υποδεχτούμε τους ξένους στο αεροδρόμιο κι ένας οπερατέρ να βιντεοσκοπήσει κρυφά τον ερχομό τους και να τους τον παρουσιάσουμε σαν εναρκτήριο καλωσόρισμα στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου, το οποίο θα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι. Σίγουρα θα τους εντυπωσιάζαμε.

Δεν είχε άδικο. Επιφωνήματα ευχάριστης έκπληξης ακούστηκαν το απόγευμα στην αίθουσα του συνεδρίου και όλοι χειροκρότησαν θερμά. Πηγαίναμε καλά. Δεν είχα πια αιτία ν’ ανησυχώ. Ακόμη και στο λόγο του ο μεγάλος απ’ την Ελβετία δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για την τόσο «έξυπνη», είπε επί λέξει, υποδοχή. Εκείνη τη στιγμή νοστάλγησα την καρδιά μου.

Λίγο πριν τελειώσει το απογευματινό μέρος του συνεδρίου έγινε και η μεγάλη ανακοίνωση που αφορούσε το άτομό μου. ‘Ηταν η πρώτη φορά μετά από τα χρόνια των σπουδών μου που έπαθα τρακ. Προσπάθησα με κόπο να καλύψω το τρέμουλο των χεριών μου Κι εκείνο το κάτι σαν λυγμό που ανέβαινε απ’ το στήθος μου. Φαντάσου σε τέτοια ηλικία, μονολόγησα. Όταν είχα αποφοιτήσει απ’ τα μεταπτυχιακά μου στο Χάρβαρντ και πήρα το ντοκτορά μου απ’ τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, είχα νιώσει την ίδια συγκίνηση, έτοιμος να εκτοξευτώ στον πιο μακρινό ουρανό. Η Μερόπη ήταν τότε πολύ ευτυχισμένη. Η αλήθεια είναι πως ουσιαστικά εκείνη τα είχε καταφέρει, αν δεν ήταν ο πατέρας της με τις διαπλοκές του σίγουρα δεν θα μπορούσα να εξασφαλίσω τέτοια αξιοζήλευτη υποτροφία... Καμιά φορά με γέμιζε τύψεις αυτή η σκέψη, ιδιαίτερα όταν... αλλά κάθε άντρας δικαιούται να κάνει μερικά ερωτικά παραστρατήματα στη ζωή του, τι διάολο πια.

Το βράδυ το γεύμα δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα με συνοδεία μουσικής. Υπήρχε μπαλέτο, εξαμελής ορχήστρα και πρόγραμμα ελαφρό και λαϊκό. Οι ξένοι τρελαίνονται για τσιφτετέλια, ζήτω η Ελλάδα, έλεγαν και πέταγαν γαρδένιες μαζί με τα καλαθάκια. Αν μπορούσα μόνο να καταπιώ δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σκυμμένος στο πιάτο μου, έκανα ένα σωρό μανούβρες για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Δεν ανέφερα κάτι ούτε στη Μερό πη, που την πήρα στο τηλέφωνο για να της πω «όλα καλά» και να την ευχαριστήσω για την ωραία της ανθοδέσμη, που είχε προνοήσει να μου στείλει για την προαγωγή μου.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, ασυναίσθητα έβαλα το χέρι στο στομάχι μου. Αυτό ήταν. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετικά. Ίσως δεν ήταν θέμα ψυχιάτρου, όπως θέλησα να πιστέψω το μεσημέρι. Ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που δεν τολμούσα ούτε να το σκεφτώ: μπορεί να είχε φύγει, μαζί με την καρδιά και το αίμα, και όλο το πεπτικό μου σύστημα. Τα εντόσθιά μου! Ήταν πάρα πολύ δύσκολο βέβαια να το πιστέψω. Σχεδόν κωμικό! Με αποσπούσε όμως απ’ τις δουλειές του συνεδρίου και ήταν πολλά τα πρακτικά προβλήματα που έπρεπε να λύσω...

Ο ξένος ερχόταν προς το μέρος μου, έπρεπε να πάρω το καλό μου ύφος. Μου χαμογέλασε. Αυστριακός ήταν νομίζω, αλλά γεννημένος στην Ελβετία και μεγαλωμένος στη Ρώμη με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όπως κι εγώ, μιλούσε οκτώ γλώσσες, εγώ μόνο τέσσερις μαζί με τα ελληνικά μου. «Εκείνο που μας ανησυχεί», μπήκε στο ψητό, «είναι οι τριγμοί στο κυβερνών κόμμα τώρα που περιμένουμε την έγκριση κυκλοφορίας του καινούργιου φαρμάκου για την κατάθλιψη». Τον διαβεβαίωσα ότι δεν εξαρτάται από τα κόμματα αυτό αλλά από διαφορετικές παρασκηνιακές, μυστικές διασυνδέσεις που υπήρχαν παντού και τις έλεγχα. Χάρηκε και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Εκείνη τη στιγμή μάς πλησίασε γελώντας η Νόρα, συνεργάτις της εταιρείας μας, αυτοπυρπολούμενη στην απαστράπτουσα θηλυκότητά της. Ανάμεσα στις κουβέντες και τ’ αστεία της πέταξε και το γνωστό «απόψε», όπως κάθε φορά που ήμασταν σε συνέδριο και διανυκτερεύαμε εκτός οικογενειακής εστίας. Δεν τόλμησα ν’ αρνηθώ παρόλο που κάτι μέσα μου μού έλεγε πως έπρεπε να το κάνω…

Έβγαλε αργά τα ρούχα της πετώντας τα ένα-ένα προς το μέρος μου στο κρεβάτι. Της άρεσε πάντα να παίζει με την κάβλα μου και να με ερεθίζει εξαιρετικά. ‘Ηταν η πιο αισθησιακή γυναίκα που είχα γνωρίσει. Και ήταν αρκετά πιωμένη για να λύνεται εντελώς και να το απολαμβάνει. Πρόσεξα ότι άρεσε και στον ξένο, η ίδια η Νόρα όμως δήλωσε χαριτολογώντας πως προτιμά εμένα, γιατί είμαι πάντα εδώ και πιο εύκολα του χεριού της. Η αλήθεια είναι ότι έπαιρνε όλες τις συνεδριακές δουλειές της εταιρείας, ήταν όμως καλή στον τομέα της και της άξιζε. Κανείς δεν μπορούσε να με κατηγορήσει ότι χαρίζομαι, Πράγμα που θα ενείχε κινδύνους για τη θέση μου.

Άγγιξα απαλά τις ρώγες της και κοκκίνισαν τα δάχτυλά μου, της άρεσε να τις βάφει με το κραγιόν των χειλιών της. Γέλασε ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω και προκαλώντας με να την πάρω όρθια ακουμπισμένη στον τοίχο. Και τότε ένιωσα ένα πολύ παράξενο αίσθημα. Ξαφνικά έμοιαζε σαν να μου κόπηκε η ανάσα. Λες και δεν υπήρχε καθόλου αέρας στο δωμάτιο ή σαν να βούλωσε η μύτη μου και δεν άφηνε να περάσει τίποτα στα πνευμόνια μου. Νόμισα θα λιποθυμήσω κι έκανα να κρατηθώ απ’ το κομοδίνο. Όμως, άλλο παράξενο, δεν ζαλίστηκα καν απ’ την έλλειψη οξυγόνου, λες και ήμουν πλήρης από αέρα εσωτερικά και δεν είχα ανάγκη την αναπνοή. Όλα εξακολουθούσαν να είναι όπως ήταν, αν και η διέγερσή μου δεν έμοιαζε να ικανοποιεί τη Νόρα, που με είχε συνηθίσει αλλιώς. Πώς μπορεί όμως να έχει κανείς διάθεση για πήδημα όταν ανακαλύπτει πως δεν αναπνέει καθόλου πια; Δικαιολόγησα μέσα μου την κατάσταση. Κοίταξα τη Νόρα, μισοφωτισμένη απ’ τα εξωτερικά φώτα της πισίνας του ξενοδοχείου, που έμπαιναν στο δωμάτιο απ’ την ημιδιάφανη ανεμίζουσα κουρτίνα. Χαμογελούσε περιμένοντας, γιατί αργούσα; Δεν είχε τίποτα καταλάβει.

Διέσχισα την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε, περνώντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Αυτό που είδα τυχαία, ρίχνοντας μια ματιά, μ’ έκανε να χάσω εντελώς την όρεξή μου για τα περαιτέρω και ν’ αφήσω στη μέση τη Νόρα, που ήταν έτοιμη για το πιο περίτεχνο πήδημα της ζωής της, λιγωμένη πάνω στον κάτασπρο τοίχο.

Με το ελάχιστο φως που ερχόταν απ’ έξω είδα το σώμα μου να εμφανίζει στον καθρέφτη το εσωτερικό του. Μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που λέω, όμως είναι γεγονός. Το είδα με τα μάτια μου. Αντίκρισα λοιπόν στον καθρέφτη το εσωτερικό του εαυτού μου. Είδα το περίγραμμά του, τα κόκαλα, το σκελετό, τη ραχοκοκαλιά, τη λεκάνη, αλλά δεν είδα την καρδιά, το στομάχι, τους πνεύμονες, τα έντερα, τις αρτηρίες, την κύστη μου, τους αδένες μου. Δεν είχε τίποτα μέσα αυτό το σώμα. Όλα τα εντόσθια έλειπαν. Έβλεπα ένα σώμα κενό, χωρίς χυμούς, χωρίς υγρά. Στεγνό! Έμεινα μετέωρος.

«Τι συμβαίνει;» άκουσα βραχνή τη φωνή της Νόρας. Μια ξαφνική αδιαθεσία, δικαιολογήθηκα, ας με συγχωρήσει, αύριο θα τα λέγαμε ξανά. Με κοίταξε θλιμμένη κι έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και με ρώτησε το νούμερο του δωματίου του ξένου και μήπως θα θύμωνα εάν... Την καθησύχασα. Έφυγε χωρίς τα ρούχα της, το άλλο δωμάτιο ήταν η σουϊτα ακριβώς δίπλα... Έμεινα μέχρι το πρωί να κοιτάζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, κόντευαν να σκιστούν, την ακτινογραφία του άδειου σώματός μου στον καθρέφτη...

Παρ’ όλη μου την έξαψη μετά τα τελευταία γεγονότα έπρεπε να συγκεντρωθώ, γιατί δεν είχα γράψει ούτε μια γραμμή για το λόγο που θα ‘βγαζα σήμερα, πρώτη μέρα των αυξημένων δραστηριοτήτων μου. Μ’ ενοχλούσε αφόρητα βέβαια που δεν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου, που δεν μπορούσα τίποτα να καταπιώ, που δεν ανέπνεα κι ούτε ήταν δυνατόν να κάνω έρωτα. Όπως και να το κάνεις, σαράντα πέντε χρόνια τώρα το σώμα μου είχε συνηθίσει αυτές τις λειτουργίες. Περισσότερο όμως με απασχολούσε αυτό που συνέβη χτες βράδυ στο δωμάτιό μου με τον καθρέφτη. Έπρεπε από δω κι εμπρός να προσέχω πολύ σε ποιο σημείο, σε σχέση με το φως, θα στεκόμουν, μήπως κι οι άλλοι μπορέσουν και δουν αυτό που είδα εγώ και καταλάβουν. Και ποιος Θα ήθελε να έχει για διευθυντή έναν... Έδιωξα αυτές τις σκέψεις για να γράψω δυο κουβέντες για το λόγο μου. Ευτυχώς το μυαλό μου ήταν ακόμη εδώ.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων το φως ήταν χαμηλωμένο, γιατί παρακολουθούσαμε κάποια σλάιντς στην οθόνη σχετικά με την επίδραση της κατάθλιψης στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν πρόσεχα καθόλου. Με απασχολούσε πολύ ο λόγος μου, μήπως κάτι είχα παραλείψει ή δεν ήταν αρκετά κολακευτικός για τους επίτιμους καλεσμένους, όταν είδα να μου κάνει ελαφρό νόημα ο ξένος. Τον πλησίασα αμέσως σκυφτά για να μην ενοχλήσω την προβολή των διαφανειών. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, κι εκείνος σκεφτόταν το λόγο μου και μου υπέδειξε κάποια σημεία, τα οποία κατά τη γνώμη του δεν θα ‘πρεπε να θίξω. Ήταν πολύ λεπτά θέματα και καλύτερα να μην ανακοινώνονταν σ’ όλους τους υπαλλήλους της εταιρείας. Παρ’ όλο το ευγενικό του ύφος κατάλαβα πως επρόκειτο για εντολή. Ήμουν συνηθισμένος όμως σ’ αυτά κι έτσι δεν έδειξα τη δυσαρέσκειά μου. Γύρισα στη θέση μου κι άρχισα να σκέφτομαι τις διορθώσεις που έπρεπε να κάνω στο κείμενό μου. Χάρηκα που ακόμα το μυαλό μου μπορούσε να συγκεντρώνεται έστω και με αρκετή προσπάθεια και ησύχασα γιατί αυτό δεν θα είχε καμιά επίπτωση στην καριέρα μου. Είπα καριέρα και, αν είναι ποτέ δυνατόν, σκέφτηκα τον Μάνθο, το γάιδαρό μου κάτω στην Κρήτη. Όταν αρρώστησε με φώναξε ο πατέρας. Παράτησα τα πάντα, παρ’ όλο που είχα μια σημαντική σύσκεψη, κι έτρεξα. Το ζώο, σαν άνθρωπος, δεν ήθελε να πεθάνει χωρίς να μ’ αποχαιρετήσει. Τον έθαψα σκάβοντας μόνος μου ένα λάκκο. Ήταν λίγο ρηχός, σι πατούχες του εξείχαν απ’ το χώμα. Η Μερόπη με λέει τρελό όταν τα θυμάμαι.

Τα λεπτά περνούσαν και δεν έπρεπε άλλο να καθυστερώ το λόγο μου. Βάλθηκα να τον διορθώσω, γιατί έβλεπα πως τα σλάιντς τέλειωναν κι ερχόταν η σειρά μου. Το κείμενο τώρα ήταν σύμφωνο μ’ αυτά που μου είχαν ζητήσει. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν θα έκανα κάτι διακινδυνεύοντας την καριέρα μου, σκέφτηκα τη Μερόπη, τα παιδιά, όλους όσοι είχαν υπολογίσει σε μένα... Γι’ αυτό κι όταν πέρασε απ’ το μυαλό μου ξανά η εικόνα του σώματός μου στον καθρέφτη, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, κι αναρωτιόμουν μάλιστα πού βρέθηκαν τόσα υγρά αφού ήμουν... άδειος! Η στιγμή ήταν κρίσιμη, σε μισό λεπτό ήταν προγραμματισμένο να σταματήσουν οι διαφάνειες κι έπρεπε να είμαι ήδη κοντά στο βήμα. Σηκώθηκα.

Μέσα στα δέκα βήματα που είχα να κάνω προσπαθούσα να σκεφτώ μήπως είχα τίποτα ξεχάσει, μήπως υπήρχε κάτι που έπρεπε να προσθέσω στο λόγο μου, να τον κάνω πιο... πιο... όχι, ο εγκέφαλος δεν μου έδινε καμιά σκέψη, σαν να είχε μπλοκάρει, κι όμως υπήρχε μια σκέψη, έντονη, καυτή, αυτή δεν μπορούσα να την αποφύγω, λες και είχε κολλήσει. Η αίθουσα ήταν ακόμη σκοτεινή. Το μέρος που θα ανέβαινα να εκφωνήσω το λόγο μου, έτσι όπως ήταν υποφωτισμένο, μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες του υπνοδωματίου χτες και... Δεν ήθελα καθόλου να το συλλογίζομαι, αλλά το μυαλό μου δεν υπάκουε. Ο φόβος μην το καταλάβουν με τρέλαινε. Όλα θα πήγαιναν χαμένα. Έκανα ακόμη δυο βήματα, η σκέψη δεν μ’ άφηνε ούτε δευτερόλεπτο. Σφυροκοπούσε μέσα μου και ήταν η μοναδική. Από ένστικτο καταλάβαινα πια ότι δεν υπήρχε μυαλό, μονάχα μια σκέψη. Αυτή!

Ένιωθα σαν ρομπότ που ‘χει κουρδιστεί για να εκτελέσει μία μοναδική εντολή. Παράξενο, σχεδόν χάρηκα, γιατί δεν θα είχα πια την ανάγκη να παίρνω πρωτοβουλίες. Ακόμη μια δρασκελιά κι ανεβαίνω στο βήμα. Διορθώνω με χέρια που τρέμουν το μικρόφωνο, είμαι αρκετά ψηλότερος απ’ τον προηγούμενο, και τοποθετώ μπροστά μου το χαρτί. «Κυρίες και κύριοι, μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να...» Απόλυτη σιωπή επικρατεί στο ακροατήριο, όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη του καινούργιου υπεύθυνου για την αγορά των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Κι εγώ συνεχίζω να μιλάω.

Το φως ανάβει ελαφρά και φωτίζει την πρώτη γραμμή των καθισμάτων, εκεί που κάθονται οι ξένοι και όλοι οι επίσημοι καλεσμένοι της εταιρείας μας. Στο μυαλό μου χτυπιέται πάντα η ίδια γνωστή σκέψη. Μην το καταλάβουν. Και τότε... Τότε, κάνοντας δυο βήματα αριστερά για να μη με τυφλώνει το φως από τη βιντεοκάμερα που μαγνητοσκοπεί την εκδήλωση, αισθάνομαι ότι έχω βρεθεί στις συνθήκες του υπνοδωματίου χτες. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Τη νιώθω στα χέρια μου που δεν μπορούν ούτε ν’ ακουμπήσουν το μικρόφωνο. Η αίθουσα έχει μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο σκοτεινό θάλαμο που μ’ εγκλωβίζει.

Τα πρόσωπα σβήνουν. Μόνο τα πρόσωπα. Τα σώματα μένουν να μου θυμίζουν το φόβο μου. Σώματα σκιές. Σχεδόν ενωμένες. Όλο και πιο ενωμένες. Στο τέλος γίνονται μια σκιά. Ένα σκοτάδι. Κι ύστερα ένα φως. Γαλακτερό. Κι η μουσική. Από παντού. Ολόγυρα. Από μέσα μου, έτσι καθώς διέσχιζε ορίζοντας το είμαι και δεν είμαι. Ένιωθα πάλι να ξέρω ποιος είμαι. Κυρίως πού είμαι. Κι ας μην ήξερα τίποτα. Αυτό το τίποτα ήταν άλλωστε τόσο οικείο. Γι' αυτό ηρέμησα. Χαλάρωσα τη γραβάτα, τη διάθεσή μου, κατάπια (αλήθεια, τι;) και είπα:

ΜΠΟΥΜ!

Πετάχτηκε όρθιος! Πάλι η έκρηξη. Πάλι το ίδιο όνειρο. Πάει τόσος καιρός από εκείνη την μοιραία τελευταία προσπάθειά του να μιλήσει, λίγα δευτερόλεπτα πριν από την έκρηξη που τους έστειλε όλους…, όλους; Μα ναι. Ευτυχώς ή δυστυχώς τους έχει κι εδώ όλους γύρω του. Να λένε όλο τα ίδια και τα ίδια. Να κάνουν τα ίδια καμώματα. Τα ίδια ανιαρά σχόλια. Και να’ χει κι από πάνω και τον ίδιο εφιάλτη κάθε βράδυ. Άνυδρος, χωρίς αίμα, χωρίς σπλάχνα (είναι που μάλλον τα ρήμαξαν όλα τα θραύσματα που τον πήραν απ’ τους πρώτους). Να περιφέρεται ανάμεσά τους, όπως και τότε. Μα μήπως άνυδρος δεν ήταν και τότε? Στεγνωμένος από ό,τι μπορεί να κυλούσε μέσα στο σώμα του. Στεγνωμένος από αισθήσεις κι αισθήματα. Ξενοπηδούσε μόνο πού και πού, για να θυμάται ότι…κάτι επιτέλους κυλάει μέσα του. Τώρα ούτε κι αυτό δεν μπορούσε πια. Ούτε στο όνειρο. Μα βλέπουν όνειρα οι πεθαμένοι; Εφιάλτες; Ποιος να το πίστευε; Αυτή λοιπόν είναι η κόλαση…

(Ο πίνακας με τις ψηφοφορίες θα μείνει αναρτημένος ακόιμη 2 μέρες αλλά παρακαλώ μην ψηφίζετε πια)


Monday, June 18, 2007

Η ώρα του ΤΕΛΟΥΣ

Δημοσιεύω σήμερα, όπως είχα υποσχεθεί, τις εκδοχές του "τέλους" για το διήγημα "Το Κενό του Σώματος".
Θα δημοιευθούν οι 8 έγκυρες συμμετοχές με αύξοντα αριθμό χωρίς να αναφέρεται ο συγγραφέας τους.
Θα δημοσιευθούν όμως τα ονόματα των συγγραφέων χωρίς τον αύξοντα αριθμό της συμμετοχής τους. Έτσι δεν θα φαίνεται ποιός έγραψε τι. Φυσικά μετά την ψηφοφορία θα ανακοινωθεί το ποιός έγραψε τι.
Θα ποστάρω λίγο από το διήγημα και μετά τις εκδοχές. Διαβάστε -αν έχετε υπομονή- και ψηφίστε.
ΤΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΤΗΣ ΨΗΦΗΦΟΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΓΚ
(Δυστυχώς εκεί μου βγήκε. Κατεβείτε με το ασανσέρ).

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ Τυχαία σειρά)
- 2σχ2
- ioeu
- χρήστος φασούλας
- anastassios
- industrialdaisies
- basileios
- composition doll
- the therapist

Αρχίζουμε λοιπόν.

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
(μικρή επανάλειψη του προηγούμενου)

Το φως ανάβει ελαφρά και φωτίζει την πρώτη γραμμή των καθισμάτων, εκεί που κάθονται οι ξένοι και όλοι οι επίσημοι καλεσμένοι της εταιρείας μας. Στο μυαλό μου χτυπιέται πάντα η ίδια γνωστή σκέψη. Μην το καταλάβουν. Και τότε... Τότε, κάνοντας δυο βήματα αριστερά για να μη με τυφλώνει το φως από τη βιντεοκάμερα που μαγνητοσκοπεί την εκδήλωση, αισθάνομαι ότι έχω βρεθεί στις συνθήκες του υπνοδωματίου χτες. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Τη νιώθω στα χέρια μου που δεν μπορούν ούτε ν’ ακουμπήσουν το μικρόφωνο. Η αίθουσα έχει μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο σκοτεινό θάλαμο που μ’ εγκλωβίζει…

ΕΚΔΟΧΗ 1.

Έχουν ήδη περάσει κάποια λεπτά κι εγώ έχω αφήσει μισοτελειωμένη την πρώτη μου πρόταση. Ο οργανωμένος μου εαυτός, αυτός που δεν αποσυντονίζεται ποτέ, μου λέει να συνεχίσω. Το μυαλό μου, όμως, έχει αρχίσει και παίρνει στροφές, μια φευγαλέα σπίθα το διέσχισε και τώρα έχει πάρει φωτιά. Κι αν...

«Με συγχωρείτε, θα μπορούσε ο υπεύθυνος φωτισμού να ρίξει τον προβολέα στους καθρέφτες της αίθουσας;» Στα αυτιά μου φτάνει ένα χαμηλό σούσουρο από τους παρευρισκόμενους.

Τα πλαϊνά της αίθουσας συνεδρίων είναι επενδεδυμένα με καθρέφτες, παλιά τακτική για τέτοιους χώρους την οποία πάντα έβρισκα κιτς. Ο προβολέας πέφτει πάνω τους και, ενώ το μάτι μου ακολουθεί τη δέσμη φωτός, πάνω στους καθρέφτες δεν φτάνει τίποτα, παραμένουν σκοτεινοί, όπως η αίθουσα.

Ξεροβήχω. «Με συγχωρείτε, είναι αδύνατον να εκφωνήσω τον σημερινό λόγο μου. Βλέπετε, όλα αυτά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα κι εγώ πρέπει να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω σε αυτήν.» Ο ξένος σηκώθηκε μονομιάς, έτοιμος να με εμποδίσει, οι δικοί μου δεν κουνήθηκαν, μόνο ένα πιο δυνατό σούσουρο έφτασε στα αυτιά μου από την μεριά τους. Άφησα τον λόγο μου και κατέβηκα βιαστικά τα σκαλιά της εξέδρας. Ο ξένος με έπιασε από το μπράτσο και με κοίταξε στα μάτια δίνοντάς μου να καταλάβω πως αν έφευγα η καριέρα μου τελείωνε εκεί. Άρπαξα το μαχαίρι από το πιάτο του κι όπως με κρατούσε του τράβηξα μια απότομη μαχαιριά στον καρπό. Έσκουξε από την τρομάρα και τον πόνο και με άφησε. Όμως δεν έσταξε ούτε σταγόνα αίμα. Άρπαξα την τσάντα μου, βγήκα έξω και ζήτησα το αυτοκίνητό μου.

Μία ώρα μετά ήμουν στο σπίτι. Η Μερόπη είχε βάλει σουφλέ στο φούρνο, η σπεσιαλιτέ της. Ξαφνιάστηκε, της είπα κάτι για μια μικρή αλλαγή στο πρόγραμμα. Έπρεπε να λειτουργήσω γρήγορα, θυμόμουν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έχεις λίγα εικοσιτετράωρα για να δραπετεύσεις• διαφορετικά μένεις για πάντα εγκλωβισμένος. Θυμήθηκα πάλι την Κρήτη, τότε που ο πατέρας με είχε στείλει να φέρω νερό από το πηγάδι κι εγώ, από το βάρος αυτού που κουβαλούσα, είχα κουτρουβαλιαστεί στο γκρεμό, ανίκανος να ξανανέβω. Είχαν περάσει ώρες τότε μέχρι να βγει να με ψάξει ο πατέρας, μέχρι που με άκουσε να φωνάζω και έφερε τον Μάνθο. Αυτός με πήρε στην πλάτη του και με ανέβασε.

Έμεινα μόνο με το εσώρουχο. Ο μεγάλος καθρέφτης που είχαμε στην κρεβατοκάμαρα έστεκε απέναντί μου. Πήρα μικρή φόρα και πέρασα από μέσα του. Έγινε θρύψαλα με έναν τρομακτικό κρότο. Η Μερόπη ούρλιαξε κι έτρεξε αναστατωμένη από την κουζίνα. Με βρήκε στο πάτωμα, κουλουριασμένο πάνω από τα κομμάτια του καθρέφτη να αιμορραγώ στο κεφάλι και τον ώμο.

«Είσαι καλά; Τι έγινε;»
«Τίποτα, τίποτα. Ζαλίστηκα λίγο...»
«Να πάμε σε νοσοκομείο!»
«Όχι, εντάξει... Αλήθεια, καλά είμαι.»

Χαμογελούσα με την ίδια ανακούφιση όπως τότε, στην Κρήτη. Ήμουν σίγουρος πως πίσω από αυτόν τον καθρέφτη είχα εγκλωβιστεί, ήταν η κατάρα για την οποία μου είχε μιλήσει η γιαγιά μου, η κατάρα του νάρκισσου και του υπερόπτη• κι εγώ την κορόιδευα... Σε αυτόν τον καθρέφτη μπροστά είχα πάρει την Νόρα λίγες μέρες πριν, όταν η Μερόπη και τα παιδιά έκαναν ημερήσια εξόρμηση στο εξοχικό μας. Σε αυτόν τον καθρέφτη μπροστά έπαιρνα την Νόρα θαυμάζοντας ασταμάτητα τα φυσικά μου προσόντα και οραματιζόμενος την στιγμή που θα την έπαιρνα πάλι μετά την ανακοίνωση της προαγωγής μου. Πόσο γελοίος είχα γίνει στο πέρασμα των χρόνων, το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα να γελάω δυνατά, αγκάλιασα την Μερόπη που είχε χέρια λερωμένα με βούτυρο, κυλιστήκαμε στο πάτωμα όπως παλιά, πασαλειμμένοι στο βούτυρο και τα αίματα. «Ετοίμασε βαλίτσες, Σαββατοκύριακο φεύγουμε διακοπές στην Κρήτη. Οι δυο μας...»


ΕΚΔΟΧΗ 2

Και τότε τον βλέπω. Κάθεται εκεί, στην πρώτη σειρά, ανάμεσα στους επισήμους, χωρίς ν’ ανήκει σ’ αυτούς. Πουθενά δεν ανήκει, δεν είναι ένας από μας, είναι ένας άγνωστος. Ένας άγνωστος που, όμως, έχω την αίσθηση πως τον γνωρίζω και με γνωρίζει καλά. Τα φώτα εξαφανίζονται, ένα μόνο σποτ φωτίζει αποκλειστικά εκείνον.
-Ποιος είσαι
;
-Με ξέρεις.
-Όχι, δεν…
-Με ξέρεις, αλλά με ξέχασες. Κάπου με έχασες στο δρόμο.
-Ποιος είσαι
;
-Το νόημα της Ζωής.

Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου. Στην αίθουσα έχουμε απομείνει μόνοι. Στέκεται απέναντί μου και με κοιτά κατάματα. Και με βομβαρδίζει με ερωτήσεις.

-Πώς λένε την καλύτερη φίλη της κόρης σου;

-Γιατί δεν πήγες στη συναυλία του γιου σου;
-Τι χρώμα είναι το καινούριο φόρεμα της γυναίκας σου;
-Πόσον καιρό έχεις να δεις τους γονείς σου;

-Είναι ευτυχισμένη η αδελφή σου με τον τελευταίο της γκόμενο;
-Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες ανατολή; Και ηλιοβασίλεμα;
-Γιατί έχεις τόσον καιρό να βρεθείς με τον Θάνο, τον σύντροφο και φίλο των παιδικών σου χρόνων;
-Πότε….;
-Πώς…;
-Γιατί…;

Έμεινα να τον ακούω σαν χαμένος. Δεν ήξερα τι να απαντήσω, δεν υπήρχαν απαντήσεις. Ένοιωσα να σβήνω. Και τότε ήρθε ο πόνος. Ένας πόνος περίεργος, σαν αυτόν που περιγράφουν οι εμφραγματίες. Μα εγώ δεν είχα, πια, καρδιά, πώς ήταν δυνατόν να την αισθάνομαι να πονάει.

-Βοήθησέ με… Δεν είναι αργά. Πες πως δεν είναι αργά!

Δεν απάντησε. Με πλησίασε και έπιασε με τα χέρια του το πρόσωπό μου. Έσκυψε προς το μέρος μου και με φίλησε στο στόμα. Και φύσηξε μέσα μου την πνοή του. Την ένοιωσα να διαπερνά τον σφραγισμένο μου οισοφάγο και να γεμίζει την κοιλότητα των –ανύπαρκτων πλέον- σπλάχνων μου. Ρίγησα.

“Κρυώνεις;”, άκουσα τη φωνή της Μερόπης. Άνοιξα τα μάτια, ήταν εκεί, ξαπλωμένη δίπλα μου, τα μαλλιά της ένας κόκκινος χείμαρρος στο μαξιλάρι. “Τι σου συμβαίνει; Μοιάζεις άρρωστος”. Τότε ξεκαθάρισαν όλα. Έγειρα και τη φίλησα στο στόμα, με το πάθος του πρώτου καιρού.

-Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Σήκω, ετοιμάσου, ξύπνα τα παιδιά. Φεύγουμε για το νησί.
-Μα… το συνέδριο… η θέση σου…
-Φεύγουμε, Μερόπη. Δεν έχω χρόνο για το συνέδριο. Πρέπει να ζήσω. Να ζήσουμε.


ΕΚΔΟΧΗ 3

…κοίταξα στα πόδια μου και αντιλήφθηκα πως το φως από την βιντεοκάμερα δεν έριχνε καν σκιά πίσω μου. Δεν ήμουν μόνο εσωτερικά ένα κενό, ήμουν πια ολόκληρος ένα κενό που προσπαθούσε να μιλήσει στα πρόσωπα και στις σκιές που άκουγαν την κενή φωνή μου. Και τότε γύρισα πίσω το βλέμμα μου στον χώρο του videowall που είχε προβάλει την υποδοχή των ξένων και κατάλαβα με τα λόγια που ήταν εκεί γραμμένα και με το βίντεο του εαυτού μου που έπαιζε σε όλες του τις πιθανότητες πως στην πραγματικότητα δεν υπήρχα και ούτε είχα ποτέ υπάρξει έξω από εκείνο το κενό που με δημιούργησε σαν ένα πείραμα.

Το URL http://leiavitali.blogspot.com/ στην κορυφή του Video wall αποκάλυπτε πως δεν είχα άλλη ζωή και άλλο τέλος πίσω από αυτό που θα μου χάραζαν οι επισκέπτες σ’ αυτό το πείραμα που θα αφορούσε την κάθε μου συνέχεια από κει και μπρος. Το κενό σε όλη του την πολυπλοκότητα, σε όλη του την τυπικότητα, σε όλη του την διαφορετικότητα εκτυλισσόταν σε ιστορίες μπροστά μου, με την καθεμιά να διαδέχεται την άλλη χωρίς ουσιαστικό τέλος.

Γύρισα πάλι μπροστά, κοιτώντας το κοινό που περίμενε να συνεχίσω. Με την άκρη του ματιού μου είδα την Μερόπη – μα που βρέθηκε; - να μπαίνει στην αίθουσα, να με κοιτά χαμογελαστή και να ξεκινά ένα χειροκρότημα που ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι στην αίθουσα.

Όλα είχαν πια τελειώσει και η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπά.


ΕΚΔΟΧΗ 4

Τα πρόσωπα σβήνουν. Μόνο τα πρόσωπα. Τα σώματα μένουν να μου θυμίζουν το φόβο μου. Σώματα σκιές. Σχεδόν ενωμένες. Όλο και πιο ενωμένες. Στο τέλος γίνονται μια σκιά. Ένα σκοτάδι. Κι ύστερα ένα φως. Γαλακτερό. Κι η μουσική. Από παντού. Ολόγυρα. Από μέσα μου, έτσι καθώς διέσχιζε ορίζοντας το είμαι και δεν είμαι. Ένιωθα πάλι να ξέρω ποιος είμαι. Κυρίως πού είμαι. Κι ας μην ήξερα τίποτα. Αυτό το τίποτα ήταν άλλωστε τόσο οικείο. Γι' αυτό ηρέμησα. Χαλάρωσα τη γραβάτα, τη διάθεσή μου, κατάπια (αλήθεια, τι?) και είπα:

ΜΠΟΥΜ!

Πετάχτηκε όρθιος! Πάλι η έκρηξη. Πάλι το ίδιο όνειρο. Πάει τόσος καιρός από εκείνη την μοιραία τελευταία προσπάθειά του να μιλήσει, λίγα δευτερόλεπτα πριν από την έκρηξη που τους έστειλε όλους…, όλους; Μα ναι. Ευτυχώς ή δυστυχώς τους έχει κι εδώ όλους γύρω του. Να λένε όλο τα ίδια και τα ίδια. Να κάνουν τα ίδια καμώματα. Τα ίδια ανιαρά σχόλια. Και να’ χει κι από πάνω και τον ίδιο εφιάλτη κάθε βράδυ. Άνυδρος, χωρίς αίμα, χωρίς σπλάχνα (είναι που μάλλον τα ρήμαξαν όλα τα θραύσματα που τον πήραν απ’ τους πρώτους). Να περιφέρεται ανάμεσά τους, όπως και τότε. Μα μήπως άνυδρος δεν ήταν και τότε? Στεγνωμένος από ό,τι μπορεί να κυλούσε μέσα στο σώμα του. Στεγνωμένος από αισθήσεις κι αισθήματα. Ξενοπηδούσε μόνο πού και πού, για να θυμάται ότι…κάτι επιτέλους κυλάει μέσα του. Τώρα ούτε κι αυτό δεν μπορούσε πια. Ούτε στο όνειρο. Μα βλέπουν όνειρα οι πεθαμένοι; Εφιάλτες; Ποιος να το πίστευε; Αυτή λοιπόν είναι η κόλαση…


ΕΚΔΟΧΗ 5

Η έκφραση στα πρόσωπα των καλεσμένων δήλωνε αμηχανία κι ανυπομονησία συνάμα. Κοιτάω με αγωνία τα τρεμάμενα χέρια μου και κυριεύομαι από φρίκη! Το θέαμα είναι κυριολεκτικά απίστευτο... Η επιδερμίδα μου έχει γίνει πάλι διάφανη όπως χθες το βράδυ, μόνο που τώρα δεν φαίνεται τίποτε απολύτως από μέσα... Μαζί με τα ζωτικά μου όργανα είχαν εξαφανιστεί και τα κόκκαλά μου! Ένιωσα να καταρρέω στη διαπίστωση πως είμαι απόλυτα κενός. Εξακολουθούσα να έχω αντίληψη, αν και όχι σε οξύτητα. Η βοή που ερχόταν από την αίθουσα έφτανε ξεψυχισμένη στ'αυτιά μου. Η όραση μου ήταν θολή και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν ο γκρεμός... Ο πατέρας μου συνέχιζε να με καθησυχάζει...

- Μην αγχώνεσαι, μου λέει. Ο Μάνθος δεν θα σε αφήσει να πέσεις...

- Μα βρίσκεται τόσο κοντά στην άκρη του γκρεμού, γκρίνιαξα εγώ.

- Βρισκόμαστε ψηλά κι η θέα του γκρεμού είναι εκεί για να μας το θυμίζει αυτό. Ο Μάνθος το ξέρει καλά και τα βήματά του είναι σίγουρα και συνετά. Να παίρνεις παράδειγμα από αυτόν...

Στην αίθουσα επικρατούσε πανικός. Άκουγα διάφορες φωνές μα δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Ήταν σαν να έρχονται από το βάθος ενός τούνελ. Αμυδρά ξεχώρισα τη φωνή της Μερόπης...

- Άργησες πάλι... Είχες υποσχεθεί στα παιδιά ότι θα γύριζες απ'το ταξίδι χθες το βράδυ...

- Προέκυψε η ανάγκη να παρατείνουμε το συνέδριο κατόπιν συνεννοήσεως με την σύμβουλο δημοσίων σχέσεων. Δεν μπορούσα να το αποφύγω, δυστυχώς...

Βρισκόμουν ψηλά και τα βήματά μου δεν ήταν πάντοτε συνετά. Η Μερόπη ήταν το σκαλοπάτι μου για την επιτυχία. Το βήμα αυτής της αίθουσας ήταν ο γκρεμός μου. Κι εγώ μόλις είχα πέσει... Βρέθηκα στο πάτωμα, με τις αισθήσεις μου πάλι σε εγρήγορση, με δεκάδες άτομα γύρω μου να με κοιτούν με λύπηση. Μια φωνή έβγαινε απ'το στόμα μου και έλεγε...

- Ειμαι κενός... είμαι κενός...

Την ώρα που οι νοσοκόμοι με κουβαλούσαν δεμένο χειροπόδαρα σε φορείο, η Νόρα μου ψιθύρισε στο αυτί με χαμόγελο μνησικακίας...

- Πάντα ήσουν...


ΕΚΔΟΧΗ 6

Νιώθω να αδειάζω. Καινούρια σκέψη ή μάλλον ανάμνηση κυριεύει το μυαλό μου: θυμήθηκα που ζήτησα κάποτε από τη Μερόπη μου να με κρατούσε μαζί της αν ποτέ ένιωθα ελαφρύτερος. Δεν είναι εδώ για να τηρήσει την υπόσχεσή της. Είμαι μόνος μου. Μονάχα εγώ και η μοναδική μου σκέψη. Αιωρούμαι, φτάνω στο ταβάνι της ολοσκότεινης πια αίθουσας. Κι όμως βλέπω πεντακάθαρα, κρυστάλλινα. Η ανάμνηση χάθηκε, η σκέψη επιμένει. Αποχωρίζομαι το σώμα μου μα παράλληλα το βλέπω να στέκει έτοιμο να ξεστομίσει ό,τι σκέφτεται, απελευθερωμένο! Στρέφω το βλέμμα μου και τους αντικρίζω όλους ανεξαιρέτως να με περιμένουν να συνεχίσω το λόγο μου. Το επιστρέφω σε εμένα και για πρώτη φορά νιώθω να με θαυμάζω με όλη μου τη δύναμη για το θάρρος μου καθώς ξεκινάω να μιλάω:

"...μαζευτήκαμε εδώ σήμερα για να με ακούσετε να σας λέω αυτά που υποθέτετε πως θα σας πω προτού καν μιλήσω. Να τα ομορφύνω και με λίγα έξυπνα αστειάκια ώστε να γελάσουμε γιορτάζοντας την πρόοδό μας. Κυρίες και κύριοι, σας έχω μια έκπληξη. Ο άνθρωπος που περιμένατε να σας μιλήσει δεν είναι πια εδώ. Στη θέση του θα σας μιλήσει ένα κενό σώμα που πια δεν έχει τίποτα να χάσει. Ladies and gentlemen, madammes et monsieurs, δεν υπάρχω, I am not existing, je n' existe pas! Και για πρώτη φορά μετά από καιρό αισθάνομαι ξανά ελεύθερος, δίχως άγχος, δίχως φόβο." Τους κοίταζα από ψηλά και έβλεπα τα αποσβολωμένα τους πρόσωπα πιο νεκρά και από το θάνατο. Απτόητος συνέχισα:

"Βλέπετε, στο κυνήγι της καταξίωσης κάπου έχασα τον εαυτό μου. Μαγεμένος από ψεύτικες τιμές και ανίερα κίνητρα παράτησα τα νοήματά μου και έγιναν βορά στις ορέξεις σας. Απομακρύνθηκα από όλους όσους με αγαπούν πραγματικά, θαμπώθηκα! Η καρδιά μου δεν χτυπάει πια, το αίμα μου δε με ζεσταίνει, τα εντόσθια μου σας σιχάθηκαν. Ούτε εγώ με αναγνωρίζω. Το είδωλό μου με ειρωνεύεται. Θα σας πρότεινα να θυμηθείτε πως είναι να ζείτε αλλά θα ήταν περιττό. Σας λέω όμως πως από εδώ και πέρα θα ζείτε χωρίς εμένα ανάμεσά σας. Φεύγω, έχω να βρω τον εαυτό μου."

Είδα το σώμα μου να κατευθύνεται προς την έξοδο της αίθουσας και τα κεφάλια τους να με ακολουθούν σαν περισκόπια. Κι ύστερα κατέβηκα. Επανενώθηκα με το κορμί μου. Έβαλα το χέρι στο στήθος μου και άκουσα την καρδιά μου να χτυπά γεμάτη ένταση. Ξανάγινα εγώ!


ΕΚΔΟΧΗ 7

Κι έπειτα, μια ξαφνική φωταψία, λες κι άστραψαν χιλιάδες φλας μες στο σκοτεινό θάλαμο του μυαλού μου. Γιατί ο σκοτεινός θάλαμος δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά ένα νοσηρό κατασκεύασμα του νου μου, του παρανοϊκού μου εγκεφάλου, του μοναδικού οργάνου του κορμιού μου που εξακολουθούσε να δουλεύει, και μάλιστα πυρετωδώς...

Η αίθουσα ήταν ακόμα εκεί, το ίδιο και οι σύνεδροι. Μόνο που...

Μόνο που στην πρώτη σειρά δεν έβλεπα πια τα στελέχη της εταιρείας. Δεν έβλεπα τον ξένο. Δεν έβλεπα τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου... Έβλεπα τη Νόρα, με τα πόδια στην ανάταση. Έβλεπα το Μάνθο, με τα πόδια τούρλα, έξω απ' το λάκο, σαν να μούντζωνε θεούς και δαίμονες. Έβλεπα τη Μερόπη με τα πόδια στο...

Τα πόδια της Μερόπης ήταν κάτω απ' τα σεντόνια. Τα 'νιωσα να με κλοτσάνε. Μια απαλή, τρυφερή κλοτσιά στη γάμπα ήταν όλη κι όλη, αλλά εγώ την αισθάνθηκα μες στο μεδούλι μου. Όπως τότε, όταν ήμουν έξι χρονώ κι ο Μάνθος μου 'χε χώσει μια κλοτσιά στο δόξα πατρί και μου 'χε σμπαραλιάσει δυο παΐδια...

"Ξύπνα, αγάπη μου, θ' αργήσεις στο συνέδριο...".

Ναι, σωστά, η Μερόπη είχε δίκιο, θ' αργούσα στο συνέδριο, έπρεπε να σηκωθώ.

Οι ολοζώντανες εικόνες απ' το αλλοπρόσαλλο όνειρο που μόλις είχα δει δεν έλεγαν να μου φύγουν απ' το νου τη στιγμή που ανασηκώθηκα κι έκανα να στηριχτώ στους αγκώνες. Όμως, οι αγκώνες δε στήριζαν το βάρος του κορμιού μου, λες κι ήταν φτιαγμένοι από ζελέ, λες κι ήταν άυλοι, λες...

Σηκώθηκα τελικά, χωρίς καν να το καταλάβω, χωρίς κανέναν κόπο, χωρίς να στηριχτώ πουθενά. Αλλά ούτε κι όταν σηκώθηκα στηριζόμουν πουθενά, τα πόδια μου δεν άγγιζαν το πάτωμα, το κορμί μου...

"Αγάπη μου, ξύπνα, δεν ακούς; Θα... Αγάπη μου;..."

Το κορμί μου ασάλευτο πάνω στο στρώμα... Κι η Μερόπη, έντρομη πια, να το σπρώχνει, να το αγκαλιάζει, να το τραντάζει. Κι όλ' αυτά την ώρα που η αύρα που είχε αποδράσει από τα βάθη του κορμιού μου, η ψυχή που το 'χε σκάσει από τα έγκατα του νου μου, άρχισε να παίρνει την ανιούσα, διαπερνώντας το ταβάνι, διαλύοντας τα σύννεφα, τρυπώντας το -ούτως ή άλλως τρυπημένο- στρώμα του όζοντος...

Έτσι ήμουν, τελικά. Αυτός ήμουν, και στη ζωή και στο θάνατο: ανάποδος. Πρώτα μου βγήκε το χούι. Κι ύστερα η ψυχή...


ΕΚΔΟΧΗ 8

…αλλά τώρα βλέπω καθαρά. Όλοι στο κοινό βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα. Όλοι τους είναι διάφανοι. Όμως δείχνουν χαλαροί – δεν συμβαίνει τίποτα.

Το βλέμμα τους λέει να μην ανησυχώ. Δεν χρειάζεται να ανησυχώ.

Δεν ανησυχώ.

«Η πολιτική της εταιρίας μας έχει στόχο να βοηθά…»

Επίλογος

Η Μερόπη δεν το πρόσεξε. Ποτέ.


ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΑΝ ΟΙ 8 ΕΚΔΟΧΕΣ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΑΥΤΗΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ.
Η ψηφοφορία θα διαρκέσει 1 εβδομάδα. Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν την άλλη Δευτέρα. Και θα αναρτηθεί την επομένη ολόκληρο το διήγημα με την εκδοχή που διαλέξατε.
Τότε θα δημοσιευτεί και η αρχική εκδοχή του διηγήματος.

(Παρακαλώ στείλτε μου με μέιλ τις διευθύνσεις για να σας στείλω ταχυδρομικά το βιβλιαράκι με την αναμνηστική αφιέρωση της συμμετοχής σας).

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ και ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ







Sunday, June 17, 2007

Για τον READER'S DIGGEST

Μια ζωή υπερασπίζομαι το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι... υποκειμενικός! Να μην υφίσταται την παράνοια και την καταπίεση της αντικειμενικότητας στην τέχνη, στην ιστορία του, στις σχέσεις του. Δεν υπάρχει χειρότερος αυταρχισμός που ντύνεται με τον μανδύα μιας όποιας ιδεολογίας ή κανόνα (και που στο βάθος του είναι ακραίος υποκειμενισμός εν κρυπτώ).
Η ανιδιοτέλεια είναι και θα είναι πάντα υποκειμενική.

Προσυπογράφω το ποστ του Βιβλιοφάγου και του Κατοικίδιου. Δεν γνωρίζω αν και άλλοι έχουν ανεβάσει ανάλογα ποστ μέχρι στιγμής.

Friday, June 15, 2007

Τέλος για το ΤΕΛΟΣ

Σήμερα Παρασκευή έληξε η προθεσμία για συμμετοχές με τη δική σας εκδοχή ΤΕΛΟΥΣ στο διήγημα που δημοσιεύτηκε, όπως είχε ήδη ανακοινωθεί.
Υπάρχουν 8 έγκυρες συμμετοχές με πάνω κάτω 300 λέξεις. Κράτησα έως και 580 λέξεις. Οι εκδοχές με πολύ περισσότερες λέξεις έφτιαχναν στην κυριολεξία ένα καινούριο διήγημα - δυσανάλογο για τέλος του ήδη υπάρχοντος.
Ευχαριστώ όλους τους φίλους μπλόγκερς που συμμετείχαν σ' αυτό το πείραμα αποδεικνύοντας ότι τα μπλογκς μπορούν να έχουν πολλές και διαφορετικές δράσεις.
Θα δημοσιεύσω τα ονόματα των 8 μπλόγκερς αλλά τις εκδοχές θα τις αναρτήσω με αριθμούς. Έτσι δεν θα γνωρίζουν οι επισκέπτες που θα ψηφίσουν σε ποιόν ανήκει η κάθε εκδοχή. Μετά από την ψηφοφορία θα αποκαλυφθούν οι συμμετοχές.
Εφόσον θα τελειώσει η ψηφοφορία και θα αναδειχτεί η καλύτερη εκδοχή ΤΕΛΟΥΣ τότε να αναρτηθεί και η εκδοχή του συγγραφέα του διηγήματος (εκτός ψηφοφορίας φυσικά).
Οι συμμετέχοντες θα λάβουν από ένα μικρό βιβλιαράκι με ένα διήγημα -αναμνηστικό της συμμετοχής τους ενώ αυτός που θα αναδειχτεί νικητής ένα βιβλίο με συλλογή διηγημάτων, μέσα στην οποία ανήκει και το διήγημα : Το Κενό του Σώματος (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του). Βιβλιοφιλικό μπλογκ είμαστε, βιβλία κερνάμε. Άντε ο νικητής -αν είναι άντρας- θα του δώσω και το τηλέφωνο της Νόρας. Λυσσάξατε να το ζητάτε.

Thursday, June 14, 2007

Ευχαριστίες

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον
librofilo

που ασχολήθηκε με την
"ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ"
στο μπλογκ του
(www.librofilo.blogspot.com)

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Οι συμμετοχές για το ΤΕΛΟΣ του διηγήματος συνεχίζονται.

Wednesday, June 13, 2007

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

Οι συμμετοχές στη συγγραφή για το ΤΕΛΟΣ του διηγήματος αυξάνονται.
Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ομολογώ.
Κρατιέμαι μετά βίας να μη τις δημοσιεύσω μέχρι το τέλος της εβδομάδας, όπως υποσχέθηκα. Μέχρι τότε θα είμαστε ανοιχτά και για τις υπόλοιπες συμμετοχές.
ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.
Καλή έμπνευση.

Tuesday, June 12, 2007

To Κενό 4. ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

((Όπως σας υποσχέθηκα δημοσιεύω την τέταρτη και τελευταία συνέχεια του διηγήματος. Αλλά ΔΕΝ δημοσιεύω το τέλος. Το αφήνω ανοιχτό
και ΖΗΤΩ τη δημιουργική σας πρόταση. Το δικό σας ΤΕΛΟΣ με 300 λέξεις το πολύ.
Στείλτε το μου με μέιλ και θα τα δημοσιεύσω όλα με αύξοντα αριθμό για να διαλέξουμε όλοι μαζί αυτό που ταιριάζει καλύτερα. Πάμε.)

(Η συνέχεια από το προηγούμενο)

Τα λεπτά περνούσαν και δεν έπρεπε άλλο να καθυστερώ το λόγο μου. Βάλθηκα να τον διορθώσω, γιατί έβλεπα πως τα σλάιντς τέλειωναν κι ερχόταν η σειρά μου. Το κείμενο τώρα ήταν σύμφωνο μ’ αυτά που μου είχαν ζητήσει. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν θα έκανα κάτι διακινδυνεύοντας την καριέρα μου, σκέφτηκα τη Μερόπη, τα παιδιά, όλους όσοι είχαν υπολογίσει σε μένα... Γι’ αυτό κι όταν πέρασε απ’ το μυαλό μου ξανά η εικόνα του σώματός μου στον καθρέφτη, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, κι αναρωτιόμουν μάλιστα πού βρέθηκαν τόσα υγρά αφού ήμουν... άδειος! Η στιγμή ήταν κρίσιμη, σε μισό λεπτό ήταν προγραμματισμένο να σταματήσουν οι διαφάνειες κι έπρεπε να είμαι ήδη κοντά στο βήμα. Σηκώθηκα.

Μέσα στα δέκα βήματα που είχα να κάνω προσπαθούσα να σκεφτώ μήπως είχα τίποτα ξεχάσει, μήπως υπήρχε κάτι που έπρεπε να προσθέσω στο λόγο μου, να τον κάνω πιο... πιο... όχι, ο εγκέφαλος δεν μου έδινε καμιά σκέψη, σαν να είχε μπλοκάρει, κι όμως υπήρχε μια σκέψη, έντονη, καυτή, αυτή δεν μπορούσα να την αποφύγω, λες και είχε κολλήσει. Η αίθουσα ήταν ακόμη σκοτεινή. Το μέρος που θα ανέβαινα να εκφωνήσω το λόγο μου, έτσι όπως ήταν υποφωτισμένο, μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες του υπνοδωματίου χτες και... Δεν ήθελα καθόλου να το συλλογίζομαι, αλλά το μυαλό μου δεν υπάκουε. Ο φόβος μην το καταλάβουν με τρέλαινε. Όλα θα πήγαιναν χαμένα. Έκανα ακόμη δυο βήματα, η σκέψη δεν μ’ άφηνε ούτε δευτερόλεπτο. Σφυροκοπούσε μέσα μου και ήταν η μοναδική. Από ένστικτο καταλάβαινα πια ότι δεν υπήρχε μυαλό, μονάχα μια σκέψη. Αυτή!

Ένιωθα σαν ρομπότ που ‘χει κουρδιστεί για να εκτελέσει μία μοναδική εντολή. Παράξενο, σχεδόν χάρηκα, γιατί δεν θα είχα πια την ανάγκη να παίρνω πρωτοβουλίες. Ακόμη μια δρασκελιά κι ανεβαίνω στο βήμα. Διορθώνω με χέρια που τρέμουν το μικρόφωνο, είμαι αρκετά ψηλότερος απ’ τον προηγούμενο, και τοποθετώ μπροστά μου το χαρτί. «Κυρίες και κύριοι, μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να...» Απόλυτη σιωπή επικρατεί στο ακροατήριο, όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη του καινούργιου υπεύθυνου για την αγορά των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Κι εγώ συνεχίζω να μιλάω.

Το φως ανάβει ελαφρά και φωτίζει την πρώτη γραμμή των καθισμάτων, εκεί που κάθονται οι ξένοι και όλοι οι επίσημοι καλεσμένοι της εταιρείας μας. Στο μυαλό μου χτυπιέται πάντα η ίδια γνωστή σκέψη. Μην το καταλάβουν. Και τότε... Τότε, κάνοντας δυο βήματα αριστερά για να μη με τυφλώνει το φως από τη βιντεοκάμερα που μαγνητοσκοπεί την εκδήλωση, αισθάνομαι ότι έχω βρεθεί στις συνθήκες του υπνοδωματίου χτες. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Τη νιώθω στα χέρια μου που δεν μπορούν ούτε ν’ ακουμπήσουν το μικρόφωνο. Η αίθουσα έχει μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο σκοτεινό θάλαμο που μ’ εγκλωβίζει…

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΑΣ. ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΔΩΡΑΚΙ-ΕΚΠΛΗΞΗ.

Saturday, June 09, 2007

Intermedio

Η Νόρα είναι τώρα στη σουϊτα του Προέδρου, πίνουν malt κοιτάζοντας απ' τη τζαμαρία τη φωτισμένη πισίνα στον κήπο του ξενοδοχείου και ακούνε Adriano Celentano. Για λίγο έτσι. Ύστερα ο Πρόεδρος την πιάνει μαλακά απ' το χέρι και την φέρνει κοντά του...
Καλό Σαββατοκύριακο.

Wednesday, June 06, 2007

To Κενό (3)

(Συνέχεια από το προηγούμενο)


Έβγαλε αργά τα ρούχα της πετώντας τα ένα-ένα προς το μέρος μου στο κρεβάτι. Της άρεσε πάντα να παίζει με την κάβλα μου και να με ερεθίζει εξαιρετικά. ‘Ηταν η πιο αισθησιακή γυναίκα που είχα γνωρίσει. Και ήταν αρκετά πιωμένη για να λύνεται εντελώς και να το απολαμβάνει. Πρόσεξα ότι άρεσε και στον ξένο, η ίδια η Νόρα όμως δήλωσε χαριτολογώντας πως προτιμά εμένα, γιατί είμαι πάντα εδώ και πιο εύκολα του χεριού της. Η αλήθεια είναι ότι έπαιρνε όλες τις συνεδριακές δουλειές της εταιρείας, ήταν όμως καλή στον τομέα της και της άξιζε. Κανείς δεν μπορούσε να με κατηγορήσει ότι χαρίζομαι, Πράγμα που θα ενείχε κινδύνους για τη θέση μου.

Άγγιξα απαλά τις ρώγες της και κοκκίνισαν τα δάχτυλά μου, της άρεσε να τις βάφει με το κραγιόν των χειλιών της. Γέλασε ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω και προκαλώντας με να την πάρω όρθια ακουμπισμένη στον τοίχο. Και τότε ένιωσα ένα πολύ παράξενο αίσθημα. Ξαφνικά έμοιαζε σαν να μου κόπηκε η ανάσα. Λες και δεν υπήρχε καθόλου αέρας στο δωμάτιο ή σαν να βούλωσε η μύτη μου και δεν άφηνε να περάσει τίποτα στα πνευμόνια μου. Νόμισα θα λιποθυμήσω κι έκανα να κρατηθώ απ’ το κομοδίνο. Όμως, άλλο παράξενο, δεν ζαλίστηκα καν απ’ την έλλειψη οξυγόνου, λες και ήμουν πλήρης από αέρα εσωτερικά και δεν είχα ανάγκη την αναπνοή. Όλα εξακολουθούσαν να είναι όπως ήταν, αν και η διέγερσή μου δεν έμοιαζε να ικανοποιεί τη Νόρα, που με είχε συνηθίσει αλλιώς. Πώς μπορεί όμως να έχει κανείς διάθεση για πήδημα όταν ανακαλύπτει πως δεν αναπνέει καθόλου πια; Δικαιολόγησα μέσα μου την κατάσταση. Κοίταξα τη Νόρα, μισοφωτισμένη απ’ τα εξωτερικά φώτα της πισίνας του ξενοδοχείου, που έμπαιναν στο δωμάτιο απ’ την ημιδιάφανη ανεμίζουσα κουρτίνα. Χαμογελούσε περιμένοντας, γιατί αργούσα; Δεν είχε τίποτα καταλάβει.

Διέσχισα την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε, περνώντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Αυτό που είδα τυχαία, ρίχνοντας μια ματιά, μ’ έκανε να χάσω εντελώς την όρεξή μου για τα περαιτέρω και ν’ αφήσω στη μέση τη Νόρα, που ήταν έτοιμη για το πιο περίτεχνο πήδημα της ζωής της, λιγωμένη πάνω στον κάτασπρο τοίχο.

Με το ελάχιστο φως που ερχόταν απ’ έξω είδα το σώμα μου να εμφανίζει στον καθρέφτη το εσωτερικό του. Μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που λέω, όμως είναι γεγονός. Το είδα με τα μάτια μου. Αντίκρισα λοιπόν στον καθρέφτη το εσωτερικό του εαυτού μου. Είδα το περίγραμμά του, τα κόκαλα, το σκελετό, τη ραχοκοκαλιά, τη λεκάνη, αλλά δεν είδα την καρδιά, το στομάχι, τους πνεύμονες, τα έντερα, τις αρτηρίες, την κύστη μου, τους αδένες μου. Δεν είχε τίποτα μέσα αυτό το σώμα. Όλα τα εντόσθια έλειπαν. Έβλεπα ένα σώμα κενό, χωρίς χυμούς, χωρίς υγρά. Στεγνό! Έμεινα μετέωρος.

«Τι συμβαίνει;» άκουσα βραχνή τη φωνή της Νόρας. Μια ξαφνική αδιαθεσία, δικαιολογήθηκα, ας με συγχωρήσει, αύριο θα τα λέγαμε ξανά. Με κοίταξε θλιμμένη κι έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και με ρώτησε το νούμερο του δωματίου του ξένου και μήπως θα θύμωνα εάν... Την καθησύχασα. Έφυγε χωρίς τα ρούχα της, το άλλο δωμάτιο ήταν η σουϊτα ακριβώς δίπλα... Έμεινα μέχρι το πρωί να κοιτάζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, κόντευαν να σκιστούν, την ακτινογραφία του άδειου σώματός μου στον καθρέφτη...

Παρ’ όλη μου την έξαψη μετά τα τελευταία γεγονότα έπρεπε να συγκεντρωθώ, γιατί δεν είχα γράψει ούτε μια γραμμή για το λόγο που θα ‘βγαζα σήμερα, πρώτη μέρα των αυξημένων δραστηριοτήτων μου. Μ’ ενοχλούσε αφόρητα βέβαια που δεν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου, που δεν μπορούσα τίποτα να καταπιώ, που δεν ανέπνεα κι ούτε ήταν δυνατόν να κάνω έρωτα. Όπως και να το κάνεις, σαράντα πέντε χρόνια τώρα το σώμα μου είχε συνηθίσει αυτές τις λειτουργίες. Περισσότερο όμως με απασχολούσε αυτό που συνέβη χτες βράδυ στο δωμάτιό μου με τον καθρέφτη. Έπρεπε από δω κι εμπρός να προσέχω πολύ σε ποιο σημείο, σε σχέση με το φως, θα στεκόμουν, μήπως κι οι άλλοι μπορέσουν και δουν αυτό που είδα εγώ και καταλάβουν. Και ποιος Θα ήθελε να έχει για διευθυντή έναν... Έδιωξα αυτές τις σκέψεις για να γράψω δυο κουβέντες για το λόγο μου. Ευτυχώς το μυαλό μου ήταν ακόμη εδώ.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων το φως ήταν χαμηλωμένο, γιατί παρακολουθούσαμε κάποια σλάιντς στην οθόνη σχετικά με την επίδραση της κατάθλιψης στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν πρόσεχα καθόλου. Με απασχολούσε πολύ ο λόγος μου, μήπως κάτι είχα παραλείψει ή δεν ήταν αρκετά κολακευτικός για τους επίτιμους καλεσμένους, όταν είδα να μου κάνει ελαφρό νόημα ο ξένος. Τον πλησίασα αμέσως σκυφτά για να μην ενοχλήσω την προβολή των διαφανειών. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, κι εκείνος σκεφτόταν το λόγο μου και μου υπέδειξε κάποια σημεία, τα οποία κατά τη γνώμη του δεν θα ‘πρεπε να θίξω. Ήταν πολύ λεπτά θέματα και καλύτερα να μην ανακοινώνονταν σ’ όλους τους υπαλλήλους της εταιρείας. Παρ’ όλο το ευγενικό του ύφος κατάλαβα πως επρόκειτο για εντολή. Ήμουν συνηθισμένος όμως σ’ αυτά κι έτσι δεν έδειξα τη δυσαρέσκειά μου. Γύρισα στη θέση μου κι άρχισα να σκέφτομαι τις διορθώσεις που έπρεπε να κάνω στο κείμενό μου. Χάρηκα που ακόμα το μυαλό μου μπορούσε να συγκεντρώνεται έστω και με αρκετή προσπάθεια και ησύχασα γιατί αυτό δεν θα είχε καμιά επίπτωση στην καριέρα μου. Είπα καριέρα και, αν είναι ποτέ δυνατόν, σκέφτηκα τον Μάνθο, το γάιδαρό μου κάτω στην Κρήτη. Όταν αρρώστησε με φώναξε ο πατέρας. Παράτησα τα πάντα, παρ’ όλο που είχα μια σημαντική σύσκεψη, κι έτρεξα. Το ζώο, σαν άνθρωπος, δεν ήθελε να πεθάνει χωρίς να μ’ αποχαιρετήσει. Τον έθαψα σκάβοντας μόνος μου ένα λάκκο. Ήταν λίγο ρηχός, σι πατούχες του εξείχαν απ’ το χώμα. Η Μερόπη με λέει τρελό όταν τα θυμάμαι.

Τα λεπτά περνούσαν και δεν έπρεπε άλλο να καθυστερώ το λόγο μου…

(Στο επόμενο η συνέχεια και ίσως το τέλος)