Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Tuesday, January 30, 2007

Ο ρόλος της ηλικίας στη συγγραφή μυθιστορήματος

Ψάχνοντας στο χάος του γραφείου μου για κάποια παλιά αποκόμματα που θα με βοηθούσαν σ' αυτό με το οποίο τώρα ασχολούμαι, βρήκα κάποιο άλλο απόκομμα που με έβαλε σε σκέψεις. Και σαν να μου επιβεβαίωσε μια άποψη που λάθαινε εντός σχετικά με την ηλικία ωριμότητας του συγγραφέα. Πρόκειται για μια παλιότερη συνέντευξη του Φόουλς. Ναι αυτού που έχει γράψει τον Μάγο, τον Συλλέκτη, Την ερωμένη του Γάλλου Υπολοχαγού κλπ. Αν και δεν συμφωνώ απόλυτα στο σημείο που μιλάει για την ποίηση, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον όπου αναφέρεται στο μυθιστόρημα.
"-Γιατί όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα έχουν γραφτεί από συγγραφείς που ήταν από 40 ετών και πάνω, ενώ όλοι οι μεγάλοι ποιητές έγραψαν τα έργα τους όταν ήταν 20 χρόνων;
-Αν κρίνω από τους Άγγλους ποιητές οι περισσότεροι όντως έγραψαν τα έργα τους σε νεαρή ηλικία, μηδέ εξαιρουμένου του Σαίξπηρ, ο οποίος επίσης ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία. Για μένα η κορυφαία των τεχνών είναι η τέχνη του μυθιστορήματος, η ικανότητα να φτιάχνεις ιστορίες και να τις αφηγείσαι. Η ποίηση όμως δεν έχει να κάνει μ' αυτό. Η ποίηση δεν αφηγείται, αποκαλύπτει. Τραβάει το σεντόνι από το άγαλμα. Αυτό μπορείς να το κάνεις και παιδί. Το σεντόνι εύκολα το τραβάς. Το μυθιστόρημα θέλει δουλειά και άσκηση. Τα μυθιστορήματα γράφονται ΠΡΩΤΑ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ και μετά με το μυαλό και την ψυχή. Γι' αυτό και νομίζω ότι στο μυαλό των περισσότερων συγγραφέων ο κεραυνός στέλνει τη λάμψη του όταν βρίσκονται πάνω από την ηλικία των 30".
(Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 22 Ιουλίου 2001. Τα κεφαλαία γράμματα είναι δικά μου για να τονίσω το νόημα των λέξεων).

Το "σώμα" λοιπόν, οι αισθήσεις, οι οσμές, οι γεύσεις, τα κοιτάγματα, τα ακούσματα, οι επαφές, λαθραίες και φανερές, κι οι προεκτάσεις τους στη χημεία του σώματος είναι οι πρώτες ύλες του μυθιστορήματος. Μετά έρχονται οι ιδέες, οι αναλύσεις, τα γεγονότα, οι πλοκές, οι ανατροπές κλπ στρατηγικές και τεχνικές. Το ΣΩΜΑ μιλάει πρώτα, αυτό που στην πραγματικότητα ζει την αληθινή ζωή. Και όσο πιο πολλή αληθινή ζωή έχει στις αποθήκες του ο συγγραφέας, τόσο πιο πολύ υλικό υπάρχει για μυθοπλασία. Πρώτα ζω, μετά γράφω. Ακόμα κι αν δεν έχω ζήσει όσα γράφω, ακόμα κι αν ό,τι γράφω ανήκει στο βαθύ-βαθύ παρελθόν, η βιωμένη ζωή με οδηγεί στα χνάρια των ηρώων. Η βιωμένη ζωή μου αποκαλύπτει την πραγματικότητά τους, τις επιθυμίες τους, τα όνειρα, τα ανομολόγητά τους.
Ζω, άρα μπορώ να γράψω!
Ωραίο σαν σκέψη.


Monday, January 29, 2007

"Το Μεγάλο Παιχνίδι"

Μπορεί να το γνωρίζετε ήδη. Κάθε Δευτέρα βράδυ στις 10-11 η ΕΤ 1 παρουσιάζει την εκπομπή "Ελληνικά Μονόπρακτα" του Κώστα Γεωργουσόπουλου.
Μέχρι στιγμής έχουν παρουσιαστεί θεατρικά έργα σημαντικών ελλήνων συγγραφέων, όπως του Διαλεγμένου, του Σκούρτη, του Μέντη, του Δήμου, του Ποντίκα και άλλων γνωστών και αγαπημένων.
Σήμερα παρουσιάζεται το έργο της γράφουσας με τίτλο "Το Μεγάλο Παιχνίδι", το οποίο είχε παρουσιαστεί σκηνικά το 2002 από τη "Θεατρική Σκηνή" του Αντώνη Αντωνίου.
Τον ρόλο που τότε στο θέατρο έπαιζε ο Αντώνης σήμερα στην τηλεόραση τον υποδύεται ο Άκης Σακελαρίου.
Αυτή τη φορά η πρόσκληση -λυπάμαι- αλλά δεν έχει "θεία κοινωνία και αντιδωράκια". Η τηλεόραση δεν θα τους ταίριαζε άλλωστε. Κάτι σε ξηρούς καρπούς με μπίρα; Μμμ...

Friday, January 26, 2007

Πού κοιτάζει ο δικέφαλος αετός

"Ο μέγας δουξ Λουκάς Νοταράς, μεσάζων (πρωθυπουργός) του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ήταν εκείνος που είπε την περίφημη φράση ότι ήταν προτιμότερο να δουν να βασιλεύει στην Πόλη το τουρκικό τουρμπάνι παρά η παπική τιάρα. Πόσο προτιμότερο ήταν πρόλαβε να το διαπιστώσει ο ίδιος, όταν ο Πορθητής τον ανάγκασε να παρακολουθήσει την εκτέλεση των γιων του, λίγες στιγμές πριν του πάρει και αυτού το κεφάλι. Γλίτωσε τη ζωή του μόνον ο μικρότερος γιος του, ο 14χρονος Ιάκωβος (κατ' άλλους Ισαάκιος), αλλά μόνο για να οδηγηθεί στο χαρέμι του σουλτάνου. ΄Εκτοτε η τύχη του αγνοείται από την Ιστορία.

Όχι όμως και από την ιστορία που ξεδιπλώνει η Λεία Βιτάλη. Σ' αυτήν, ο Ιάκωβος εμφανίζεται πέντε χρόνια μετά την ΄Αλωση στη Βενετία, όπου είχαν φυγαδευτεί έγκαιρα οι τρεις αδελφές του. Είναι ένα εξαθλιωμένο, άφυλο πλάσμα, που τραγουδάει σ' ένα ελεεινό καταγώγιο. Εκεί τον βρίσκουν οι αδελφές του και τον περιμαζεύουν. Η μικρότερη και πιο αγαπημένη του, η Ιουστίνη, παραλαμβάνει από αυτόν ένα δέμα με χειρόγραφα και, συνδυάζοντάς τα με όσα έζησε, όσα πληροφορήθηκε, αλλά και όσα φαντάζεται ή φαντασιώνει η ίδια, πλάθει το χρονικό της ζωής του. Που είναι «το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης». Μια διαφορετική εξιστόρηση των γεγονότων.

Η αφήγηση της Ιουστίνης παλινδρομεί ανάμεσα στο τότε (Κωνσταντινούπολη και, μετά την ΄Αλωση, Αδριανούπολη, όπου η έδρα του σουλτάνου) και το τώρα (Βενετία). Κινείται τολμηρά ανάμεσα σ' έναν ρεαλισμό που πότε πότε αγγίζει τα όρια του νατουραλισμού και σε μια υπερβατική ατμόσφαιρα με σκηνές μαγικού ρεαλισμού. Ραντίζεται συχνά από μια χαριτωμένη αφέλεια, που μερικές φορές αποκαλύπτει άμεσα τον αληθινό χαρακτήρα της: την αυτοειρωνεία μιας Ιουστίνης που μιλάει γνωρίζοντας ήδη το μέλλον, ακόμη και το μέλλον του ιστορικού μυθιστορήματος! Είναι μια αφήγηση που, όπως μας λέει εξαρχής η Ιουστίνη, δεν διεκδικεί ιστορική ακρίβεια, αμφισβητεί όμως και την αλήθεια των άλλων αφηγήσεων για την ΄Αλωση. Και οπωσδήποτε είναι πολύ ζωντανή, πολύ ζεστή. Με άλλα λόγια, καλά τα κατάφερε αυτή τη φορά η Ιουστίνη -συγγνώμη, η Λεία Βιτάλη, που πρέπει να πω ότι δεν με είχε κερδίσει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά της.
Η εικόνα που μας δίνει για την Κωνσταντινούπολη των παραμονών της ΄Αλωσης μικρή σχέση έχει με την καθιερωμένη. Η Πόλη έχει ουσιαστικά αλωθεί εκ των ένδον πριν ακόμη την πατήσει ο Μωάμεθ. Ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζει την κατακραυγή του λαού του, που τον βρίζει προδότη για τη φιλοενωτική πολιτική του. Οι καλόγεροι πρωτοστατούν σε συνωμοσίες εναντίον του και πολλοί από αυτούς συνεργάζονται κρυφά με τους πολιορκητές. Ο Λουκάς Νοταράς θεωρεί αναπόφευκτο το τέλος της αυτοκρατορίας και αποβλέπει στη διαφύλαξη των προνομίων της τάξης του, γιατί, όπως λέει, οι αυτοκρατορίες παρέρχονται, αλλά μένουν εκείνοι που έχουν τη δύναμη με το χρήμα τους να κινούν την Ιστορία. Ο ίδιος ο νεαρός Ιάκωβος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σ' έναν βυζαντινό πατριωτισμό και στις προσωπικές φιλοδοξίες του για εξουσία, την επιθυμία του να κάνει δική του τη γυναίκα του αδελφού του και μια παράξενη, ανομολόγητη έλξη για τον Οθωμανό ηγεμόνα, του οποίου το ερωτικό κάλεσμα φαίνεται να συλλαμβάνει πριν ακόμη τον συναντήσει πραγματικά. Η ζωή του στο χαρέμι του σουλτάνου θα τον κάνει - κυριολεκτικά - άλλον άνθρωπο. Και όταν αργότερα, στη Βενετία, συνέλθει από τους εξευτελισμούς του, θα γίνει πρωτοπόρος ενός ελληνικού πια πατριωτισμού, ποτισμένου στα νάματα της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η γένεση αυτού του κινήματος περιγράφεται από τη συγγραφέα με γενικά καταφατικό πνεύμα, αλλά, ιδιαίτερα στην κρίσιμη πρώτη συνάντηση του Ιάκωβου με τους εξόριστους Βυζαντινούς (σς 277 - 282), όχι χωρίς έναν αδιόρατο ειρωνικό σκεπτικισμό. Η κληρονομιά άλλωστε που θ' αφήσει πίσω του ο Ιάκωβος Νοταράς δεν μπορεί να είναι «αμιγώς» ελληνική: το παιδί που πρόλαβε ν' αποκτήσει πριν χάσει τον ανδρισμό του το έκανε με μια μουσουλμάνα, αφοσιωμένη δούλα των Νοταράδων."

Από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ

(Δημοσιεύτηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ» στις 20.1.2007)

Tuesday, January 23, 2007

"Ιερή"...Βραδιά!

Ήταν μια αλλιώτικη βραδιά. Λογοπαίζοντας θα την αποκαλούσα... "Ιερή"!
Είχε απ' όλα. Και απαγγελίες, και συζητήσεις, και αγία μετάληψη, και αντίδωρα με... τυρί, ντομάτα και ρόκα.
Είχε και αντιδράσεις ελαφράς μορφής. Και υγρασία. Και απειλητικά -ευτυχώς μόνο- τηλεφωνήματα.
Μα πάνω απ' όλα είχε φίλους!
Νέους. Παλιότερους. Αποκομμένους αλλά ποτέ ξεχασμένους. Φίλους πολλούς, φίλους μπλόγκερς, φίλους που δεν τους ήξερα αλλά έγιναν.
Τους ευχαριστώ όλους θερμά.
Και ευχαριστώ και όλους τους φίλους μπλόγκερς που με σχόλια, μέιλ και τηλεφωνήματα μου ευχήθηκαν τόσο εγκάρδια γι' αυτή τη βραδιά.

Wednesday, January 17, 2007

Κάτω από το χλωμό φως των κεριών
και των πολυελαίων
στην Εκκλησία της Παντοβασίλισσας
στην πλατεία της Ραφήνας
τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου στις 8.30 το βράδυ
θα γίνει η πρώτη παρουσίαση της
"Ιερής Παγίδας".

Θα ακολουθήσουν αντίδωρα και αγία κοινωνία.

Όσοι πιστοί προσέλθετε.


(Δεν ξέρω γιατί η αφίσα επιμένει να βγαίνει μπλε ενώ είναι κόκκινη)

Wednesday, January 10, 2007

Για την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ

Ευχαριστώ όσους μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν διαβάζοντας και παρουσιάζοντας την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ στα μπλογκς τους ή σχολιάζοντας στα μπλογκς άλλων.
Τον Reader's Diggest
Τον Χρήστο Φασούλα
Την Ange-ta
Τον Γιάννη Ευθυμιάδη (ioeu)

Γιατί η δημιουργία έχει στόχο την επικοινωνία.



Monday, January 08, 2007

Για τον Τάσο

Είναι ακόμη νωρίς να γράψω για σένα.
Τα λόγια, τα αισθήματα νωπά ρέουν εντός μου παφλάζοντας.
Ο καπνός του μάλμπορο
η μυρωδιά του ελληνικού καφέ
το ούζο και η ψαρόσουπα
η θάλασσα μέχρι εκεί που πατώνεις
οι ατέλειωτες συζητήσεις
οι βουτιές στα βαθιά σκοτάδια εντός
τα μισά μυστικά που ντρέπονταν
κι εκείνες οι παντόφλες στη γωνία πράσινες και ωχρές.
Σ' ευχαριστώ για ό,τι μου έδωσες
για ό,τι μου επέτρεψες να σου δώσω
η τέχνη πονάει το ήξερες
Αγαπημένε φίλε
από αυτή τη γωνιά της γης που ζω ακόμη δεν θα φύγεις ποτέ.
Σου γράφω αυτό το μήνυμα να ταξιδέψει στο χάος. Κι εκεί να σε βρει.
Και να ξέρεις:
Ο θάνατος γεννιέται μαζί με τη ζωή... Ύστερα την παίρνει μαζί του φεύγοντας. Αυτό είναι όλο.
Καλό κατευόδιο συμπατριώτη.
Στην αιώνια μνήμη
γκελ μπουραγιά

Tuesday, January 02, 2007

Η ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

ΕΝ ΕΤΕΙ 2007


(Το διήγημα έχει δημοσιευθεί στο πρωτοχρονιάτικο ΕΘΝΟΣ μαζί με άλλα 18 διηγήματα και κείμενα εκλεκτών συναδέλφων που γράφτηκαν με αφορμή την ιδέα της Ελένης Γκίκα περί «ύβρεως». Η ύβρις είναι καθιερωμένο να αποτελεί αρνητική εκδήλωση. Ωστόσο μπορεί να διαθέτει και «θετική» πλευρά. Εκείνη της ανατροπής! Των κακώς καθιερωμένων.

Μ’ αυτή την τολμηρή (!;) έννοια μπορεί να είναι και συμφιλίωση των εθνοτήτων, άρνηση του σύγχρονου μεσσιανισμού και των όποιων μεσαιωνικών μεθόδων «τιμωρίας», αντεκδίκησης και χειραγώγησης, που οδηγούν αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή της βίας αενάως).

ΚΑΪΖΕΡ ΣΤΡΑΣΣΕ

Την Κάιζερ στράσσε δεν την περπατάνε τα βράδια Γερμανοί. Ούτε καθωσπρέπει ξένοι που έρχονται στη Φρανκφούρτη για δουλειές. Όταν κλείνουν οι εταιρίες και τα καταστήματα ο δρόμος ερημώνει. Μόνο στα σεξ-σοπς και στα στριπτιζάδικα φωτίζεται η επιγραφή. Είναι οι ώρες που η Κάιζερ στράσσε ανήκει αλλού.

Ιδιαίτερα τα βράδια κάθε πρωτοχρονιάς -όπως εκείνο του 2004- όταν η Μαρία η Σιτσιλιάνα, που οι πελάτες της αποκαλούσαν «Μαντόνα», φόρεσε το κατάμαυρο παλτό της και το γκρίζο ποντικί μπερέ της, έχωσε το δώρο του τελευταίου πελάτη της στην κόκκινη τσάντα της και βγήκε, ώρα δέκα το βράδυ, στην Κάιζερ με τα τακούνια της, κάτω απ’ τη πελώρια πορφυρή σαν αίμα φούστα της, ν’ αναστατώνουν την άσφαλτο. Το κρύο τη διαπερνούσε και μια ψιλή βροχή τη βίντσιζε στο πρόσωπο εντείνοντας την αγωνία της, όλοι έλεγαν πως αιτία είναι η μοναξιά της. Γιατί η Μαρία η Σιτσιλιάνα μπορεί να είχε τους πιο γαλαντόμους πελάτες -παρόλα τα σαρανταπέντε της- αλλά από τότε που ήρθε σ’ αυτόν τον ψυχρό τόπο, η μόνη θερμή σχέση της ήταν με… το χρήμα!

Εκείνο το βράδυ τα βήματά της την έφεραν στο τετράγωνο της Κάιζερ, γωνία Βέζερ και Μύνχενερστράσσε, όπου άναβε η φωτεινή επιγραφή «Πιλστούμπε», που θα πει: το στέκι της πιλς.

Με το που πέρασε το κατώφλι η μυρωδιά της πιλς ανακατωμένη με τα ψητά λουκάνικα Νυρεμβέργης και μια γλυκερή οσμή, σαν από λιβάνι που καίγεται, μπούκαρε στα ρουθούνια της και τη λίγωσε. Αχ, να ‘χε μια δική της συντροφιά, «Μαντόνα παρθένα, κάνε το θαύμα σου εφέτος», σταυροκοπήθηκε.

Ο Κύπριος ιδιοκτήτης τής έδειξε ένα μικρό τραπέζι που κάθονταν ήδη δυο μουστακοφόροι Τούρκοι με κατακόκκινες απ’ τη λάντζα παλάμες, θαρρείς έσταζαν αίμα. «Έχει μπρατ καρτόφελν απόψε;» ρώτησε με λαχτάρα η Μαρία. «Δεν είναι οι πατάτες αυτό που ζητάς, Μαντόνα», γέλασε κλείνοντας το μάτι ο Κύπριος.

«Φέρε μπίρες, κερνάμε», πρόσταξε ο ένας Τούρκος και χάιδεψε με το βλέμμα τη Μαρία, του φαινόταν γνωστή.

Στις δέκα και μισή το μαγαζί έμοιαζε με μελίσσι απ’ το κουβεντολόι των θαμώνων που ολοένα έμπαιναν και στριμώχνονταν πατηκωτοί στα μικρά τραπέζια. Καταλάβαινες τις εθνικότητες απ’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τις πάτριες λέξεις που ανακάτευαν καθώς μιλούσαν γερμανικά, αλλά κυρίως απ’ τα τραγούδια που έβαζαν στο τζουκ-μποξ. Τούρκικοι αμανέδες, λυπητερά αρμένικα, μπιτάτα ντισκοαφρικάνικα, ιταλικές ταραντέλες, ελληνικά κλαρίνα, ακόμη και ουγγαρέζικα βαλς και χοροπηδηχτά γιουγκοσλάβικα διαδέχονται το ένα το άλλο. Αιθίοπες, Πακιστανοί, κατάμαυροι Κογκολέζοι, Αβυσινέζοι, Κινέζοι αλληλοκερνιούνταν φωνάζοντας «πιλς στ’ αδέρφια», καθώς λικνίζονταν στους εναλλασσόμενους ρυθμούς. Ενώ ένας, που τον φώναζαν «τσιγγάνο», ψηλός και πανέμορφος Σέρβος, μοίραζε συνέχεια «φτιαγμένα» τσιγάρα που τα έγλειφε γελώντας.

«Μέσ’ του Βοσπόρου τα στενά, ο μπάτης κλαίει τα δειλινά…», ο ένας Τούρκος -που καμάρωνε πως ήταν απ’ την Κωνσταντινούπολη- χόρευε αγκαλιαστά μ’ έναν ψηλό Έλληνα, που μόλις είχε ρουφήξει τη δεκατρίτη πιλς του.

Τώρα το τζουκ-μπαξ άλλαξε. «Ιο σόνο αμερικάνο, αμερικάνο…» ένας μικροκαμωμένος Αιθίοπας κάλεσε τη Μαντόνα να χορέψουν. «Νον βόλιο ροκ εντ ρολ. Ιο βόλιο ουν βάλζε. Βάλζε!» απαίτησε εκείνη με μάτια μισόκλειστα. Στη στιγμή ένας Ρώσος άρχισε να τραγουδά σφυριχτά «Ότσι τσόρνιγια, ότσι τούρουρου, ότσι τάραρα, κακ λιαβάς λιουμπλιού…» «Νο κουέστο, νο», τον έκοψε η Μαρία.

«Δεν είναι το βαλς αυτό που ζητάς, Μαντόνα», της ψιθύρισε ξανά ο Κύπριος κερνώντας την απ’ τον Τσιγγάνο μια ξέχειλη πιλς. Η Μαρία ρουφώντας την άπληστα κάρφωσε τον αστραφτερό Σέρβο. «Παίξε μου βάλζε με το ακορντεόν, τεζόρο μίο», κι έδειξε με το βλέμμα της το όργανο ακουμπισμένο στη μπάρα, ενώ στ’ αυτιά της αντηχούσαν συνέχεια τα ίδια λόγια: «Δεν είναι αυτό που ζητάς, δεν είναι…»

«Αγιούτο, Μαντόνα, κάνε εφέτος το θαύμα σου», σταυροκοπήθηκε κρυφά απ’ τα βέβηλα βλέμματα του Σέρβου, η Μαρία. Εκείνος έγλειψε ακόμη ένα «φτιαγμένο» και το άναψε για πάρτη του ρουφώντας τον καπνό βαθιά με τη ματιά του να την καίει.

Εκείνη τη στιγμή –περασμένες έντεκα και μισή πια- άνοιξε ξανά η πόρτα. Μια νεαρή κοπέλα, δεν θα ‘ταν δεκαοκτώ, έκανε να μπει διστακτικά, σαν να ‘ταν απ’ έξω ώρα περιμένοντας. «Πλήρες, πλήρες», της έκοψε τον δρόμο ο Κύπριος.

«Τι πρέγκο, σινιόρε», τον κοίταξε ικετευτικά. «Γκελ μπουραγιά, αδέρφι», έγνεψε από μακριά ένας Τούρκος μόλις την είδε. Η κοπέλα παραμέρισε τον ιδιοκτήτη κι έτρεξε ξαναμμένη κοντά του. Ο Κύπριος δεν αντιμίλησε, σεβόταν πάντα τις επιθυμίες των πελατών του. Έκλεισε μαλακά την πόρτα και, μετά από μια γρήγορη σκέψη, γύρισε το κλειδί κι έσβησε τη φωτεινή επιγραφή. Κόντευε δώδεκα πια.

«Κέρνα το κορίτσι, τσιγκούνη Κύπριε», φώναξε ένας Άραβας κι ο ιδιοκτήτης κατέφτασε με μια πιλς που την ακούμπησε μπροστά στη μικρή. Εκείνη έστρωσε αμήχανα τα βρεγμένα ολόσγουρα ξανθά μαλλιά της. Κάτω απ’ το φτηνό μαβί πουλόβερ και το αντρικό σκισμένο τζιν μπορούσες να διακρίνεις ένα κορμί στρογγυλό και συνάμα λιγνό, που παλλόταν σε κάθε τυχαίο άγγιγμα. Οι άντρες πλησίασαν ασθμαίνοντας. Οι πιλς γέμιζαν τα ποτήρια αφρίζοντας και κυλούσαν στα λαρύγγια κελαρυστά. Τα μουστάκια έσταζαν και τα μάτια λαμπύριζαν. Η θερμοκρασία ανέβαινε ολοταχώς, η παμπ έμοιαζε έτοιμη να τιναχτεί στον αέρα. Η Μαρία λαχανιασμένη άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τις υγρές ακόμη μπούκλες του κοριτσιού. «Πώς σε λένε, μία σορέλα;» ψιθύρισε νιώθοντας το ρίγος της επαφής. Η μικρή την κοίταξε και τα μάτια της θύμιζαν θάλασσα. Πράσινα! Και την ίδια στιγμή γαλανά! «Τζέσυ», είπε και συνέχισε σε άθλια γερμανικά. «Ήρθα πριν χτές Συρακούσες». «Έχεις να μείνεις;» «Χοτέλ κάτω σταθμός». «Πελάτες;» «Πόκο, νιχτ ξέρω», και κατέβασε άλλη μια πιλς μονορούφι κερασμένη απ’ τον τσιγγάνο. «Τεζόρο μίο!» της άγγιξε το μπράτσο η Μαρία. Ύστερα σκούπισε τα υγραμένα μάτια της και είπε στους Ρώσους δίπλα της, που χασκογελούσαν, πως πιτσιλίστηκε απ’ τα τσουγκρίσματα για να το βουλώσουν.

Η ώρα τώρα είχε πάει δώδεκα. Το βροντοφώναξε ο Κύπριος κι έβαλε στο τζουκ μποξ μια γερμανική χορωδία. Οι θαμώνες ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο «προστ νόι γιάρ» και μερικοί αντάλλαξαν σαλιωμένα φιλιά. Η Μαρία αγκάλιασε την Τζέσυ τρυφερά. Ανάμεσά τους κυλούσε κάτι ζεστό που τις θέρμαινε και καμιά απ’ τις δυο δεν προσπάθησε να του αντισταθεί. Τότε η Μαρία έβγαλε απ’ την κόκκινη τσάντα της το δώρο του καλύτερου πελάτη της και με χέρια που τρεμούλιαζαν το πρόσφερε στην Τζέσυ. Η μικρή δίστασε. «Όχι δικό σου κουέστο;» «Αντέσσο δικό σου. Μιλιόρι αουγκούρι, τεζόρο μίο!» Και τα δάχτυλά τους έμπλεξαν ξαναμμένα πάνω στο πακέτο, τη στιγμή που γύρω τους ξεχείλιζε μια θεϊκή μελωδία. Ο τσιγγάνος χάιδευε απαλά τα πλήκτρα του ακορντεόν κοιτάζοντάς τες.

«Βάλζε, βάλζε», πετάχτηκε λαχταρώντας η Μαρία και βάλθηκε να τον κοιτάζει παρακλητικά. Ο τσιγγάνος χαμογέλασε κι άφησε τα δάχτυλά του να ταξιδεψουν σαν να πετούν. «Βάλζε!»

Λες κι ήταν το έναυσμα, οι άντρες άφησαν τα ποτήρια κι έτριψαν τις ιδρωμένες παλάμες στα μπατζάκια. Κούμπωσαν τα σακάκια. Άφησαν το χόρτο να καίγεται και σηκώθηκαν με το χαμόγελο της πρόσκλησης αδρό στα υγρά χείλη.

«Ντάιν ιστ μάιν γκάντσες χερτς, βεν ντου νιχτ μπιστ καν ιχ νιχτ ζάιν…» ο Λέχαρ και «Η Χώρα του Μειδιάματος» ακουγόταν απ’ τη φωνή του Σέρβου λιγωμένα.

Τότε, εντελώς ξαφνικά, κι ενώ οι άντρες άπλωναν το χέρι στην Τζέσυ ποιον να διαλέξει, η Μαρία την άρπαξε στην αγκαλιά της. Κι εκεί στη μέση της παμπ, στον ελάχιστο χώρο που άφησαν οι άντρες παραμερίζοντας, άρχισε να στροβιλίζει τη μικρή στο βαλς που χρόνια ονειρευόταν. Στριμωχτά, ακουμπώντας πάνω στα αντρικά σώματα, που στέκονταν γύρω τους σαν κλοιός προσπαθώντας να κλέψουν λίγο απ’ το πάθος που φούντωνε μπροστά τους. Και τότε, μέσα στη μικρή πιλστούμπε, έγινε το θαύμα!

Με μια εντυπωσιακή φιγούρα η Μαρία στροβίλισε τη μικρή Τζέσυ, τη σήκωσε ψηλά με τα δυνατά της χέρια κι ύστερα την κατέβασε βαθιά, τόσο που την έχωσε κάτω απ’ την τεράστια πορφυρή σαν αίμα φούστα της. Οι άντρες έμειναν άφωνοι με το κορμί τεντωμένο σαν τόξο περιμένοντας μέχρι την ώρα… Μέχρι την ώρα που η Μαρία γελώντας -μ’ ένα γέλιο σαν κραυγή πόνου που τράνταξε την παμπ- σήκωσε ψηλά τη φούστα της. Κι αποκάλυψε την Τζέσυ. Να βγαίνει ανάμεσα απ’ τα πόδια της. Ματωμένη. Σαν νεογέννητο μωρό!

Ένα «ωωω!» σαν στεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη των αντρών κι αμέσως ο τσιγγάνος πέταξε το ακορντεόν και, παραμερίζοντας τους άλλους, έσκυψε και ανέσυρε τη μικρή Τζέσυ. Ύστερα την ξάπλωσε μαλακά πάνω στη μπάρα. Έβρεξε το πουκάμισό του σε πιλς και της σκούπισε τα αίματα. Κι όταν την είχε πια καθαρίσει, την πήρε και την απώθεσε μαλακά στην αγκαλιά της Μαρίας, που εξουθενωμένη είχε σωριαστεί σε μια καρέκλα. Οι Ρώσοι, οι Τούρκοι, οι Πακιστανοί, οι Αιθίοπες γύρω της γονάτισαν τη στιγμή που η Μαρία φιλούσε την Τζέσυ στα χείλη απαλά, όπως φιλάμε ένα μωρό. Κι εκείνη έγειρε μ’ ένα στεναγμό το κεφάλι της στο πλούσιο γυμνωμένο στήθος της Μαρίας. «Γκράτσιε Μαντόνα» ψιθύρισε εκείνη κι έκανε τον σταυρό της.

Μαζί της σταυροκοπήθηκαν όσοι ήταν Χριστιανοί. Κι αμέσως μετά σταυροκοπήθηκαν κι όσοι ήταν Μουσουλμάνοι. Κι έμειναν όλοι να γλεντούν ως το πρωί μέσα στην μικρή πιλστούμπε στην πάροδο Κάιζερ στράσσε. Όπου δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους Γερμανοί ή τέλος πάντων αξιοπρεπείς ξένοι κι η Μαντόνα είχε καταδεχτεί να κάνει εκεί -αν είναι ποτέ δυνατόν- το θαύμα της!