Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Friday, December 07, 2007

ΑΝΟΙΚΤΟΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΜΟΥ

Θέλω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στη Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου και ιδιαίτερα στην ψυχή της λέσχης, τη συγγραφέα Βούλα Μάστορη, για τη ζεστή και όμορφη βραδιά που μου χάρισαν σήμερα καθώς ήμουν προσκεκλημένη τους μετά από την ανάγνωση της "Ιερής Παγίδας".
Ακόμη ευχαριστώ όλα τα μέλη της λέσχης για τα θερμά τους λόγια σε σχέση με το βιβλίο, που έδειξαν ότι το χάρηκαν, και ιδιαίτερα την Τζένη για την τόσο περιεκτική της εισήγηση.
Τέτοιες βραδιές πραγματικά χαρίζουν ηθική ικανοποίηση στον συγγραφέα. Εύχομαι να συνεχίσουν τα διαβάσματά τους και να είναι πάντα καίριες και ουσιαστικές.

Tuesday, November 13, 2007

ΚΛΕΙΣΤΟΝ

Φεύγω…

Στην αρχή ήταν μονάχα μια αίσθηση.

Σαν μια παρουσία που χωρίς να τη βλέπεις πλανιέται στο χώρο.

Κοιτάζεις πίσω σου. Κανείς. Ωστόσο η αίσθηση παραμένει.

Σε λίγο μια ανάσα ταράζει τη σιωπή.

Ρωτάς: Ποιος είναι; Δεν αποκρίνεται κανείς.

Βαδίζεις τυφλά, με τα χέρια μπροστά τεντωμένα απ’ το φόβο μην ακουμπήσεις, μη σκοντάψεις, μη σ’ αγγίξει και τρομάξεις. Ύστερα έρχεται ο ήχος. Ολόγυρα μια μακρινή μουσική, ή είναι ψιθυριστές κραυγές που εκλιπαρούν για βοήθεια;

Στην άκρη του χάους μια σκάλα. Ν’ ανέβεις; Όχι. Οδηγεί χαμηλά. Οι ψίθυροι δυναμώνουν. Τώρα κάνει μπάσιμο η μουσική. Κιθάρες! Ακουστικές και ηλεκτρικές. Τώρα ξεπετάγονται μπάσα και ντραμς που σε ξετρελαίνουν. Διστάζεις. Δειλιάζεις Φοβάσαι; Δεν θέλω να βλέπω. Δεν θέλω να δω. Και δεν μπορώ να σταματήσω.

Στο βάθος διακρίνω κάτι που γυαλίζει. Φωτεινά σημάδια. Τα μάτια του. Με καρφώνει και παραλύω. Τώρα πια δεν βαδίζω. Μια δύναμη με σέρνει κοντά του. Κλείνω τα μάτια να μη βλέπω. Και βλέπω πιο καθαρά. Σφαλίζω τ’ αυτιά να μην ακούω τη μουσική απ’ τις λιγωμένες κιθάρες. Και τις ακούω μέσα μου. Ήχοι και φωνές. Ήχοι και φωνές και φώτα-βλέμματα. Αρχίζουν να ξεχωρίζουν.

Τώρα η αίσθηση σε αγκαλιάζει.

Νιώθεις τα χέρια δυνατά να σε σφίγγουν. Κολλάνε τα σώματα και καίγονται απ’ την υφέρπουσα τόσον καιρό λαχτάρα να ενωθούν.

Έχει καθάρια μπλε μάτια. Μια κουρασμένη φωνή. Έρωτα και πυρετό.

Θέλει να υπάρξει ξανά. Αυτό θέλει. Μου κάνει τον ερωτευμένο και με εκλιπαρεί.

Ξανά ερωτευμένη λοιπόν;

Φεύγω…

Ενδίδω στην αποπλάνηση. Δεν έχω τη δύναμη να τον αρνηθώ. Με θέλει όλη δική του. Βουτάω μαζί του στο χάος. Κι ό,τι γίνει.

Μπορεί που και που να γράφω κάποιο νέο του. Αν καταφέρνω να ξεκλέβω χρόνο.

Αυτό που καλούμαι να κάνω ξεκίνησε από αυτό εδώ το μπλογκ, περπάτησε για λίγο μαζί του και τώρα ζητά αποκλειστικότητα. Για πόσο; Δεν ξέρω να πω.


Σας ευχαριστώ από καρδιάς φίλοι μου

Nuwanda, Composition Doll, Μαμαλούκα, Σταυρούλα,
Αναγνώστρια, Reader, Sfrang, Παργινέ, Μάνο Κοντολέων, Βασίλη Ρούβαλη,
Χρήστο Φασούλα, Γιώργο Γλυκοφρύδη, Εαρινή Συμφωνία, Μπάμπη, Ioeu, Ariel
Πατριάρχη, Κatoikidio, librofilo, Alef, Sergio, simon says, ανάσα ελπίδας, ange-ta, αθεόφοβο, pellegrina, pirgari, advocatus diaboli, so far, 2σΧ2, πιτσιρίκο, σπύρο σεραφείμ, industrialdaisies, lena manta, νίκο διακογιάννη, the therapist, anastassios, basileios, weaver, τάκη τσαντίλα, yiorgo και όσους μπορεί να μου διέφυγαν τώρα αλλά υπάρχουν στην καρδιά μου

για την αγάπη σας, τις ευχές σας, τα καλά σας λόγια, τα σχόλια και την συντροφιά που πάντα είχα και θα έχω ανάγκη.

Sunday, November 11, 2007

in memoriam






Καλό κατευόδιο
ΝΟΡΜΑΝ ΜΕΪΛΕΡ
του "Γυμνοί και Νεκροί"
του "Οι σκληροί δεν χορεύουν"

του "Φωτιά στο Φεγγάρι"

της "Μαίριλιν"
όλης εκείνης της εποχής.

Thursday, November 08, 2007

ΚΛΕΙΣΤΟΝ

Φεύγω…

Στην αρχή ήταν μονάχα μια αίσθηση.

Σαν μια παρουσία που χωρίς να τη βλέπεις πλανιέται στο χώρο.

Κοιτάζεις πίσω σου. Κανείς. Ωστόσο η αίσθηση παραμένει.

Σε λίγο μια ανάσα ταράζει τη σιωπή.

Ρωτάς: Ποιος είναι; Δεν αποκρίνεται κανείς.

Βαδίζεις τυφλά, με τα χέρια μπροστά τεντωμένα απ’ το φόβο μην ακουμπήσεις, μη σκοντάψεις, μη σ’ αγγίξει και τρομάξεις. Ύστερα έρχεται ο ήχος. Ολόγυρα μια μακρινή μουσική, ή είναι ψιθυριστές κραυγές που εκλιπαρούν για βοήθεια;

Στην άκρη του χάους μια σκάλα. Ν’ ανέβεις; Όχι. Οδηγεί χαμηλά. Οι ψίθυροι δυναμώνουν. Τώρα κάνει μπάσιμο η μουσική. Κιθάρες! Ακουστικές και ηλεκτρικές. Τώρα ξεπετάγονται μπάσα και ντραμς που σε ξετρελαίνουν. Διστάζεις. Δειλιάζεις Φοβάσαι; Δεν θέλω να βλέπω. Δεν θέλω να δω. Και δεν μπορώ να σταματήσω.

Στο βάθος διακρίνω κάτι που γυαλίζει. Φωτεινά σημάδια. Τα μάτια του. Με καρφώνει και παραλύω. Τώρα πια δεν βαδίζω. Μια δύναμη με σέρνει κοντά του. Κλείνω τα μάτια να μη βλέπω. Και βλέπω πιο καθαρά. Σφαλίζω τ’ αυτιά να μην ακούω τη μουσική απ’ τις λιγωμένες κιθάρες. Και τις ακούω μέσα μου. Ήχοι και φωνές. Ήχοι και φωνές και φώτα-βλέμματα. Αρχίζουν να ξεχωρίζουν.

Τώρα η αίσθηση σε αγκαλιάζει.

Νιώθεις τα χέρια δυνατά να σε σφίγγουν. Κολλάνε τα σώματα και καίγονται απ’ την υφέρπουσα τόσον καιρό λαχτάρα να ενωθούν.

Έχει καθάρια μπλε μάτια. Μια κουρασμένη φωνή. Έρωτα και πυρετό.

Θέλει να υπάρξει ξανά. Αυτό θέλει. Μου κάνει τον ερωτευμένο και με εκλιπαρεί.

Ξανά ερωτευμένη λοιπόν;

Φεύγω…

Ενδίδω στην αποπλάνηση. Δεν έχω τη δύναμη να τον αρνηθώ. Με θέλει όλη δική του. Βουτάω μαζί του στο χάος. Κι ό,τι γίνει.

Μπορεί που και που να γράφω κάποιο νέο του. Αν καταφέρνω να ξεκλέβω χρόνο.

Αυτό που καλούμαι να κάνω ξεκίνησε από αυτό εδώ το μπλογκ, περπάτησε για λίγο μαζί του και τώρα ζητά αποκλειστικότητα. Για πόσο; Δεν ξέρω να πω.


Σας ευχαριστώ από καρδιάς φίλοι μου

Nuwanda, Composition Doll, Μαμαλούκα, Σταυρούλα,
Αναγνώστρια, Reader, Sfrang, Παργινέ, Μάνο Κοντολέων, Βασίλη Ρούβαλη,
Χρήστο Φασούλα, Γιώργο Γλυκοφρύδη, Εαρινή Συμφωνία, Μπάμπη, Ioeu, Ariel
Πατριάρχη, Κatoikidio, librofilo, Alef, Sergio, simon says, ανάσα ελπίδας, ange-ta, αθεόφοβο, pellegrina, pirgari, advocatus diaboli, so far, 2σΧ2, πιτσιρίκο, σπύρο σεραφείμ, industrialdaisies, lena manta, νίκο διακογιάννη, the therapist, anastassios, basileios, weaver, τάκη τσαντίλα, yiorgo
και όσους μπορεί να μου διέφυγαν τώρα αλλά υπάρχουν στην καρδιά μου

για την αγάπη σας, τις ευχές σας, τα καλά σας λόγια, τα σχόλια και την συντροφιά που πάντα είχα και θα έχω ανάγκη.

Monday, October 29, 2007

Τα ΓΙΑΤΙ και τα ΠΩΣ του ιστορικού μυθιστορήματος από την πλευρά του συγγραφέα

Πρόσφατα σκεφτόμουν τι ήταν εκείνο που με έσπρωξε στο να ασχοληθώ μ' αυτό που ονομάζεται ιστορικό μυθιστόρημα. To 1990 είχα ήδη γράψει 2 μυθιστορήματα με σύγχρονη θεματολογία, το ΑΝΝΑ Χ. και την ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ. Χωρίς να είμαι παρελθοντολάτρης -το αντίθετο θα έλεγα- άρχισα να αισθάνομαι ότι με τραβούσε το παρελθόν, οι μνήμες, τα γεγονότα που προϋπήρξαν και σε ένα βαθμό διαμόρφωσαν τη σημερινή πραγματικότητα. Άρχισα να επιθυμώ να ξεπηδήσω απ' τον εαυτό μου και να περιπλανηθώ σε άλλες εποχές, άλλους κόσμους, άλλες κουλτούρες, άλλα ήθη και έθιμα. Να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο.
Εκείνη την εποχή η τηλεόραση είχε μπει δυναμικά στη ζωή μας και μέσα από το γυάλινο κουτί μαθαίναμε εν ριπεί οφθαλμού ο,τιδήποτε συνέβαινε στην άκρη του κόσμου σήμερα. Όλοι τα γνωρίζαμε όλα όσα συνέβαιναν σήμερα. Τότε άρχισε να μεταβάλλεται κάτι μέσα στο μυαλό μου. Το σήμερα έπαψε να με ενδιαφέρει πια σαν "υλικό". Ήταν πολύ γνωστό και εύκολα αναλυόμενο και προσβάσιμο. Εκείνο που πήρε τη θέση του στη σφαίρα των ενδιαφερόντων μου ήταν οι αιτίες των σημερινών γεγονόταν. Οι άλλες εποχές. Το βάθος του χρόνου. Και άρχισα να καταδύομαι. Πρώτα στην εποχή του Πολυταχνείου με την ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ και κατόπιν με το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΟΒΟΥ στο ύστερο Βυζάντιο, μέχρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα, την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ.
Παράλληλα με τη δική μου αλλαγή και κατάδυση διαπίστωνα και μια αλλαγή στις αναγνωστικές συνήθειες των αναγνωστών, οχι μόνον εντός Ελλάδος. Οι αναγνώστες επιθυμούσαν όπως και εγώ το βάθος της ιστορίας από την επιφάνεια του σήμερα που την αναμασούσαν τα μέσα διαρκώς. Και οι δυο μας επιθυμούσαμε το ίδιο. Να γνωρίσουμε κάτι διαφορετικό που ωστόσο οδηγούσε στους σημερινούς εαυτούς μας.
Έτσι κάπως ξεκίνησε η ιστορική έρευνα που άρχισε να γίνεται μυθιστόρημα. Και σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, το ιστορικό μυθιστόρημα κατέχει μια περίοπτη θέση στις προτιμήσεις των αναγνωστών και πολλές φορές το βλέπουμε να αναρριχάται ακόμη και στις λίστες των μπεστ σέλλερς. Η προσωπική μου διάθεση δεν στόχευε φυσικά ούτε στις προτιμήσεις του κοινού, ούτε στην ευπωλησία (δικός μου όρος). Στόχευε στη δική μου ανάγκη να γνωρίσω καινούρια (αλλά παλιά) πράγματα και να τα κρίνω με σημερινά κριτήρια.
Αν κάποιος με ρωτούσε τι είναι το πιο σημαντικό στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος θα έλεγα 2 πράγματα: α) Να είναι σωστή η έρευνα και β) όλες οι σκηνές του μυθιστορήματος να είναι σχετικές. Δεν το ήξερα αυτό όταν ξεκίνησα το γράψιμο του πρώτου μου βιβλίου με θέμα ιστορικό. Το έκανα ασυνείδητα. Ώσπου σύντομα συνειδητοποίησα την πολύ μεγάλη του σημασία.
ΣΩΣΤΗ ΕΡΕΥΝΑ και ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ λοιπόν ήταν και είναι (πιστεύω) η αρχή για ένα ιστορικό μυθιστόρημα.
Ποιοί όμως γράφουν ιστορικό μυθιστόρημα σήμερα και τι αξία έχει ή θα έχει στο βάθος του χρόνου;

(Θα συνεχιστεί).

Tuesday, October 23, 2007

Ιστορικού μυθιστορήματος συνέχεια...

Στο σχόλιό μου για τον τρόπο ανάγνωσης του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα υπήρξε απάντηση από τον κ. Κυριαζή στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ και την δημοσιεύω. Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύτηκε και η ανταπάντηση. Ο διάλογος σίγουρα βοηθάει τον προβληματισμό και τη διαμόρφωση γνώμης. Χάρηκα πολύ που δόθηκε έστω και με αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα συζήτησης για τον ιστορικό μυθιστόρημα που βρίσκεται σε άνθιση πάλι στις μέρες μας και μοιάζει να βρίσκει έναν νέο δρόμο προς το μέλλον.

Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια

Μία απάντηση στην κυρία Λεία Βιτάλη

Διάβασα με ενδιαφέρον το γράμμα της κυρίας Βιτάλη ως απάντηση στην παρουσίαση από μένα του βιβλίου της Ιερή παγίδα, θεωρώ τον διάλογο πολύ σημαντικό και για το λόγο αυτό απαντώ συνοπτικά σε ορισμένες παρατηρήσεις της.

Πραγματικά, εστίασα την παρουσίασή μου στην ιστορική πλευρά του μυθιστορήματος και όχι στην λογοτεχνική του, γιατί άποψή μου είναι πως ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να είναι κοντά στην ιστορία. Γνωρίζω πως υπάρχουν άλλες απόψεις, με τις οποίες απλά διαφωνώ. Γνωρίζω επίσης τις χολυγουντιανές απόψεις που είδαμε πρόσφατα στα Τροία, 300 και Μ. Αλέξανδρος, με τις οποίες επίσης διαφωνώ και θα συνεχίσω να διαφωνώ. Όμως δεν βλέπω σε ποιο σημείο απαξίωσα το βιβλίο της κυρίας Βιτάλη. Ως επιστήμων έχω συνηθίσει να δέχομαι για τις δημοσιεύσεις μου κριτική (το γνωστό ως refereering) και να ασκώ, και το να μου εντοπίζουν άλλοι κάποια λάθη δεν το θεωρώ ούτε υποτιμητικό ούτε απαξιωτικό.

Και ως προς τη νέα θεώρηση, ναι, είναι αναγκαία, αλλά πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία, και εδώ έγκειται μία δεύτερη βασική διαφωνία μου με την κυρία Βιτάλη, γιατί δεν νομίζω πως η Ιερή παγίδα δίνει τέτοια στοιχεία, εκτός αν δεν τα αντιλήφθηκα.

Ως προς ορισμένες λεπτομέρειες, ακόμα και αν δεχτούμε την ύπαρξη γαλλικών σαπουνιών, δεν γνωρίζω να αναφέρεται η χρήση τους στο Βυζάντιο, και ως προς το κάπνισμα η συγγραφεύς δεν διευκρινίζει ότι πρόκειται για όπιο (όταν γράφουμε «καπνός», σκεπτόμαστε ως συνειρμό το «ταμπάκο»). Χαίρομαι πάντως που τουλάχιστον παραδέχεται τη μη ύπαρξη της Ιεράς Εξέτασης ως θεσμού και πως το «υγρό πυρ και στολές το χρησιμοποίησα ό,τι ταίριαζε στην αφήγησή μου». Επίσης χαίρομαι που σιωπηρά αποδέχεται τις υπόλοιπες παρατηρήσεις μου ως προς τις ιστορικές ανακρίβειες, γιατί δεν απαντά.

Ως προς την ιστορία της άλωσης, κυκλοφόρησε μετά την παρουσίασή μου το The fall of Constantinople των D. Nicolle, J. Halclon, S. Turnbull (Osprey 2007) όπου οι αναγνώστες μπορούν να βρουν τις απόψεις των τριών διακεκριμένων σύγχρονων βρετανών ιστορικών για την πολιορκία. Για τον Νοταρά καταλήγουν: «Δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτός ο έμπειρος και πραγματιστής πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός ήταν με καμιά πραγματική έννοια προδότης».

Ως προς τον αριθμό των υπερασπιστών, ενώ δεν υπάρχει συμφωνία για τον ακριβή αριθμό τους, η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών δέχεται τους 7-8.000. Δεδομένου δε του μήκους των τειχών της Κωνσταντινούπολης, 3.000 δεν θα επαρκούσαν σε καμία περίπτωση για την υπεράσπισή τους και μάλιστα για δύο μήνες, εναντίον πολλαπλάσιου εχθρού.

Η κυρία Βιτάλη τονίζει πως το βιβλίο της δεν είναι ένα «κακό ιστορικό μυθιστόρημα» (όπου δεν γνωρίζω τι εννοεί με την λέξη «παραδοσιακό»). Αν η Ιερή παγίδα είναι έργο φαντασίας, τότε δέχομαι πως έκανα λάθος εστιάζοντας στην ιστορική ακρίβεια. Τότε όμως τι λόγο είχε η ιστορική έρευνα δώδεκα χρόνων που έκανε η ίδια; Και φυσικά συμφωνώ με την γνώμη της για τον Μαύρο Άγγελο, τον οποίο παρουσίασα ως έργο που ασχολείται με την περίοδο, όχι ως παράδειγμα ιστορικής ακρίβειας.

Τέλος, ίσως η κυρία Βιτάλη να έπρεπε να διευκρινίσει ποιος είναι ο στόχος του «αιρετικού μυθιστορήματός» της. Αν είναι να διασκεδάσει τους αναγνώστες λογοτεχνικά, τότε δέχομαι πως η κριτική μου είναι άστοχη. Αν έχει στόχο να καταστρέψει ένα σύμβολο της ελληνικής ιστορίας (και γνωρίζω καλά τη φορτισμένη υφή της λέξης) τότε θα έπρεπε να εξηγήσει το γιατί.

Προσωπικά πιστεύω και αναζητώ ως ασχολούμενος επιστημονικά με την οικονομική ιστορία την ιστορική αλήθεια, όσο πικρή και μη κολακευτική και αν είναι, φτάνει να είναι αλήθεια.

Καθένας είναι ελεύθερος βέβαια να γράφει ό,τι θέλει. Ελπίζω όμως να μου αναγνωρίζετε, στο πλαίσιο αυτής της ελευθερίας, το δικαίωμα της διαφωνίας. Και πραγματικά διαφωνώ σε αρκετά σημεία με την κυρία Βιτάλη ως προς τη θεώρηση της ιστορίας, όπως θα διαφωνούσα π.χ. και με οποιονδήποτε θα έγραφε ένα «αιρετικό μυθιστόρημα» για τον Λεωνίδα, παρουσιάζοντάς τον ως ρίψασπι και προδότη.

Τελειώνοντας, θέλω να θυμίσω πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν ήταν άτολμος και άχρωμος αυτοκράτορας που εγκαταλείπει το τείχος και σκοτώνεται μυστηριωδώς στο παλάτι. Τόσο ως δεσπότης όσο και ως αυτοκράτωρ ήταν ηγέτης με σπάνιες ικανότητες, πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, εμψύχωνε τους στρατιώτες του και σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες: Ελευθέρωσε οριστικά την Πελοπόννησο από τους Φράγκους, τους εξεδίωξε από την Αττική και τη Βοιωτία, φτάνοντας μέχρι τη Θεσσαλία, υπερασπίστηκε με ηρωισμό αν και χωρίς επιτυχία το Εξαμίλλιο εναντίον των Τούρκων και αντιστάθηκε με επιτυχία σε πολιορκία των Τούρκων στο φρούριο της Λήμνου.

Πραγματικά, η ενωτική του πολιτική συνάντησε σφοδρή αντίσταση από τμήμα του λαού και του κοντόφθαλμου κλήρου. Το αν είχε δίκιο μπορεί να το κρίνει κανείς από την κατάσταση της Ελλάδας όταν ελευθερώθηκε το 1828: Ήταν μια πάμφτωχη χώρα, με σοβαρή έλλειψη παιδείας και πολιτισμού. Αντίθετα, τους αιώνες που είχαν μεσολαβήσει, η ευρωπαϊκή Δύση γνώρισε την Αναγέννηση, τη θεσμική οικονομική επανάσταση του 17ου αιώνα (δημιουργία κεφαλαιαγορών, χρηματιστηρίων και πολυεθνικών ανωνύμων εταιρειών), το Διαφωτισμό και τη βιομηχανική επανάσταση.

Νίκος Κυριαζής
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ Οκτωβρίου 2007)


Και η ανταπάντηση.

ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ;


Αγαπητέ κ. Μπασκόζο,

Επειδή ο κ.Κυριαζής επανέρχεται με καινούριο «χτύπημα» κατά της ΙΕΡΗΣ ΠΑΓΙΔΑΣ, αυτή τη φορά κατηγορώντας με εμμέσως πλην σαφώς ότι γράφω ό,τι θέλω ενώ συγχρόνως αναρωτιέται τι νόημα είχαν τα 12 χρόνια έρευνας εκ μέρους μου, θεωρώ υποχρέωσή μου να απαντήσω έστω εν τάχει για να μη καταχραστώ της φιλοξενίας σας.

Κατ’ αρχήν για να τελειώνουμε με τα «λάθη», τα οποία «ανακάλυψε» κατά τη γνώμη του παγιδευμένος ο ίδιος σε ένα είδος άχρηστης κριτικής, έχω να πω ότι ή έχουμε διαβάσει διαφορετικά βιβλία ή τα ίδια βιβλία τα διαβάσαμε διαφορετικά. Θα όφειλε όμως, εφόσον υποτίθεται ότι ασκεί κριτική, να είναι πιο ενημερωμένος πριν εκτεθεί. Του συστήνω ως εκ τούτου να διαβάσε Miklosich-Mueller και Φαίδωνα Κουκουλέ για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι τα περίφημα γαλλικά σαπούνια ήταν πράγματι εν χρήσει στο Βυζάντιο, για να αναφερθώ ενδεικτικά σε ένα από τα «λάθη» μου που φαίνεται ότι τον κάνει να… αφρίζει. Ωστόσο είναι ολοφάνερο ότι το θέμα που καίει τον κ. Κυριαζή δεν είναι τα ιστορικά λάθη. Αυτά είναι το προπέτασμα. Το θέμα του είναι οι απόψεις που προβάλλονται στην ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ. Ο κ. Κυριαζής ασκεί, αντί κριτικής, ενός είδους… λογοκρισία εξαπολύοντας μύδρους και, από θέση ισχύος, απαξιώνει έως καταργεί το βιβλίο μου! Εκεί τον οδηγεί ο… πατριωτισμός του, το μεγάλο πρόβλημα των Ελλήνων, όπως έλεγε και ο Ροϊδης. (Αναφερόμενη στον πατριωτισμό είναι ευνόητο ότι μιλάω για την υπερβολή). Η διαφωνία λοιπόν έγκειται στον ηρωικό και επικό χαρακτήρα της άλωσης, τον οποίο θεωρεί ότι το μυθιστόρημα τον αμφισβητεί. Δικαίωμά του. Το ίδιο έκανε με αφορμή το προηγούμενο μυθιστόρημα μου, Το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΟΒΟΥ, εκπρόσωπος της εκκλησίας, αλλά δεν το ονόμασε κριτική. Αναρωτιόταν κι εκείνος –με άλλη αφορμή- ποιος είναι ο στόχος μου και τι πιστεύω. Ο στόχος μου λοιπόν, και τότε και τώρα, είναι να προβληματίσω τους αναγνώστες μου ώστε να δουν από άλλη οπτική γωνία ένα κατασκευασμένο και καθησυχαστικό παρελθόν. Όπως το είδα κι εγώ μετά από αυτά τα 12 χρόνια έρευνας. Όπου όταν αναφερόμαστε στην έρευνα δεν περιοριζόμαστε βέβαια στις ημερομηνίες, τις μάχες, τις στολές ή τα… σαπούνια. Αλλά ενδιαφερόμαστε για τα κίνητρα των ανθρώπων της εξουσίας, τις συγκυρίες, την ατμόσφαιρα της εποχής προχωρώντας σε καινούριες συσχετίσεις. Ωστόσο, σαν συγγραφέας, πέρα από αυτά και πάνω απ’ όλα, οφείλω να ψυχαγωγήσω τους αναγνώστες μου έστω και ξεβολεύοντάς τους.

Τελειώνοντας θα ήθελα να καλέσω τον κ. Κυριαζή αλλά και όποιον άλλον επιθυμεί να συμμετάσχει σε μια ανοιχτή συζήτηση μέσα από τις σελίδες του περιοδικού σας –εφόσον φυσικά κι εσείς το βρίσκετε ενδιαφέρον- πάνω στο σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα και τα όρια κριτικής-λογοκρισίας σχετικά με αυτό.

Ευχαριστώ για την φιλοξενία

Λεία Βιτάλη
(Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ Οκτωβρίου 2007)


Monday, October 15, 2007

Για το Ιστορικό Μυθιστόρημα

Μπορεί το scanner να μη δούλεψε αλλά υπάρχουν και οι καλοί φίλοι. Έτσι σήμερα είμαι σε θέση να δημοσιεύσω την κριτική του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για την Ιερή Παγίδα.
Ακολουθεί η επιστολή που στάλθηκε στο περιοδικό με τις απορίες και κάποιες απόψεις μου επί του θέματος.
Σε επόμενο ποστ θα δημοσιεύσω την απάντηση του κριτικού και την ανταπάντηση της συγγραφέως. Κατόπιν ίσως μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα και να ανταλλάξουμε απόψεις, εάν το θέμα κριθεί ενδιαφέρον. Προσωπικά το θεωρώ αρκετά σημαντικό εφόσον και στην Ελλάδα πλέοντα ιστορικά μυθιστορήματα καλύπτουν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της βιβλιοπαραγωγής.


Η ΚΡΙΤΙΚΗ


"Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια

Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η πιο δύσκολη μορφή μυθιστορήματος γιατί απαιτεί να συνδυάζονται δυο προϋποθέσεις : να είναι καλό ως μυθιστόρημα και ταυτόχρονα να είναι σωστό ιστορικά. Το πραγματικά μεγάλο ιστορικό μυθιστόρημα, που είναι σπάνιο σε παγκόσμια κλίμακα, πρέπει επιπλέον να προτείνει και κάτι περισσότερο, π.χ. μια νέα θεώρηση-προσέγγιση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται, όπως π.χ. το Πόλεμος και ειρήνη.

Η Ιερή παγίδα έχει ως ιστορικό υπόβαθρο την πτώση της Κωνσταντινούπολης και τα πρώτα χρόνια (δεκαετίες) μερικών εξορίστων Βυζαντινών στη Βενετία. Είναι μια περίοδος με την οποία έχουν ασχοληθεί πολλοί ξένοι και έλληνες ιστορικοί και μυθιστοριογράφοι, όπως ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν The fall of Constantinople, o David Nicolle Constantinople 1453 (Osprey 2000), ο Mika Waltari Ο μαύρος άγγελος και ο Κώστας Κυριαζής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Θα συγκεντρώσω τις παρατηρήσεις μου στο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, προσπαθώντας να εντοπίσω τα πραγματικά γεγονότα και τις «παρεμβάσεις» της κ. Βιτάλη. Βασικοί ήρωες είναι η οικογένεια του μεγάλου δούκα (πρωθυπουργού) του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά, και κυρίως των παιδιών του, Ιάκωβου (υπαρκτού) και Ιουστίνης, που γράφει υποτίθεται το χρονικό έχοντας καταφύγει στη Βενετία.

Το πρώτο «εύρημα» του βιβλίου είναι πως ο σουλτάνος Μωάμεθ βλέπει ένα πορτρέτο του Ιακώβου (έφηβου 14 ετών τότε) από τον Μπελίνι (που ζωγράφισε και το πορτρέτο του ίδιου του Μωάμεθ) και τον ερωτεύεται παράφορα. Έτσι, στόχος του Μωάμεθ είναι να κατακτήσει την πόλη όχι μόνο για τη δόξα και την πολιτική του φιλοδοξία αλλά για να κερδίσει τον Ιάκωβο, ένας μύθος που θυμίζει την ωραία Ελένη και την πολιορκία της Τροίας.

Το δεύτερο «εύρημα»είναι ο σκοτεινός ρόλος δολοπλόκου και προδότη που αποδίδει η κ. Βιτάλη στον Λουκά Νοταρά, ο οποίος συνωμοτεί για να ανατρέψει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να κυβερνήσει στη θέση του μετά την παράδοση της πόλης με μυστική συμφωνία του Νοταρά με τον Μωάμεθ! Η συνωμοσία πετυχαίνει, ο στυλοβάτης της άμυνας γενοβέζος αρχηγός Ιωάννης Ιουστινιάνης τραυματίζεται θανάσιμα από βέλος Έλληνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έχει συμφωνήσει να αποσυρθεί στον Μυστρά, όμως ο Μωάμεθ δεν κρατά την υπόσχεσή του, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σκοτώνεται μυστηριωδώς στο…Παλάτι και όχι αμυνόμενος στα τείχη, όπως είναι η επικρατούσα άποψη.

Πρόκειται για ένα αντιηρωικό μυθιστόρημα που υποβιβάζει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο σε άχρωμο άνθρωπο που από πείσμα δεν παραδίδει την πόλη, ενώ ο όχλος και οι μοναχοί τον λοιδορούν και την εγκαταλείπουν και ο Νοταράς παρουσιάζεται ως τελείως αποτυχημένος και αστόχαστος συνωμότης…

Ας δούμε τι γνωρίζουμε για τα γεγονότα : Πράγματι, το 1453 υπήρχαν δυο «παρατάξεις» στο Βυζάντιο (ή καλύτερα την Κωνσταντινούπολη) οι «ενωτικοί», με αρχηγό τον Κωνσταντίνο, που για να σωθεί το Βυζάντιο με τη βοήθεια της Δύσης είχαν αποδεχθεί την πρωτοκαθεδρία του πάπα και των καθολικών, και οι «ανθενωτικοί» με τον Γεννάδιο και τον Νοταρά, που προτιμούσαν τους Οθωμανούς από την ένωση. Πρέπει επίσης να δεχθούμε πως οι δυτικοί , οι «Φράγκοι», ήταν παλαιοί εχθροί του Βυζαντίου, από το 1204 και μετά. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ως δεσπότης του Μυστρά, τους είχε εκδιώξει από την Πελοπόννησο και είχε φτάσει πολεμώντας εναντίον τους μέχρι τη Θεσσαλία. Οπότε το μίσος των Βυζαντινών εναντίον τους ήταν δικαιολογημένο. Ο Κωνσταντίνος όμως θεωρούσε πως μεταξύ δύο κακών η θρησκευτική υποταγή στον πάπα με τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας ήταν το μικρότερο. Και η ανεξαρτησία μπορούσε να διατηρηθεί, έστω κι αν η πιθανότητα ήταν μικρή, μόνο με τη βοήθεια της Δύσης. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως το πνεύμα των σταυροφοριών ήταν ακόμα ζωντανό και οδήγησε στη μεγάλη σταυροφορία που καταστράφηκε από τον Βαγιαζίτ στην Νικόπολη το 1396, και πως ο ούγγρος Ιωάννης Ουνυάδης πολεμούσε αποτελεσματικά τους Οθωμανούς και, αν και νικήθηκε στο Κοσσυφοπέδιο, τους αναχαίτισε στο Βελιγράδι. Όσο για το αν η επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν σωστή, φτάνει να σκεφθούμε πως ο 16ος αιώνας ήταν ο αιώνας της Αναγέννησης στη Δύση, ο 17ος της θεσμικής επανάστασης (κοινοβουλευτισμός, ανώνυμες εταιρείες, χρηματιστήρια, τράπεζες σε Αγγλία και Κάτω Χώρες) και ο 18ος-19ος του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, στα οποία η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν συμμετείχε.

Αν και ο Νοταράς πράγματι ήταν ανθενωτικός, η «προδοσία» του δεν στοιχειοθετείται από τις σύγχρονες πηγές, ούτε από μεταγενεστέρους. Επίσης πρέπει να θυμόμαστε πως από τους 7.500 υπερασπιστές της πόλης, 5.000 ήταν Έλληνες και οι άλλοι ξένοι, ανάμεσά τους οι 700 του Ιουστινιάνη. Πολέμησαν επί δύο μήνες με εξαιρετικό ηρωισμό (που τον αποσιωπά τελείως η συγγραφεύς) εναντίον πολλαπλασίων πολιορκητών. Οι δε 700 «ψωροπεζικάριοι» του Ιουστινιάνη (όπως τους αποκαλεί χλευαστικά ο Νοταράς στο βιβλίο) ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα και των δύο στρατών. Η αποχώρησή τους σήμανε και το ουσιαστικό τέλος της άμυνας.

Η συγγραφεύς χρησιμοποιεί επίσης νέα ονοματοποιία για μερικά πρόσωπα, τα κακόηχα «Κουρουλούκα» (για κυρ Λουκάς Νοταράς) και «Γιουστουνιάς» (για Ιουστινιάνης) που θα μπορούσε να είναι σε λαϊκή χρήση εκείνη την εποχή.

Στις λεπτομέρειες η συγγραφεύς δεν αποφεύγει ιστορικά λάθη και αναχρονισμούς : Αναφέρει «γαλλικά σαπούνια», σε μια εποχή που οι δυτικοί γενικά δεν φημίζονταν για την καθαριότητά τους και δεν πλένονταν σχεδόν καθόλου, «ναργιλέδες» όταν ο καπνός δεν είχε φτάσει στην Ευρώπη από την Αμερική, «γάλλους τραπεζίτες» που δεν αναφέρονται ακόμα στην ιστορική περίοδο αυτή (οι τραπεζικοί οίκοι που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήταν ιταλικοί, όπως οι Μέδικοι της Φλωρεντίας, και τον επόμενο αιώνα οι γερμανικοί, όπως οι Φούγγερ στο Augsburg), «βέλη με υγρή φωτιά» (το υγρόν πυρ δεν εκσφενδονιζόταν με βέλη αλλά με σιφώνια, και το περίεργο είναι πως η χρήση του δεν αναφέρεται από καμία πηγή της εποχής στην πολιορκία. Μήπως το μυστικό της παρασκευής του είχε απολεσθεί;), οι υπερασπιστές της πόλης ήταν 7.500-8.000 και όχι 3.000, «ναυτικές στολές» και γενικότερα στολές δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί σε κανένα δυτικό στρατό και ούτε στο Βυζάντιο, η Καλλίπολη, ως πόλη και χερσόνησος, δεν βρίσκεται στην «απέναντι ακτή του Κερατίου», η «ζάχαρη» με τη σημερινή της μορφή δεν υπήρχε, η Κωνσταντινούπολη δεν εμπόδιζε τους Τούρκους να εισβάλουν στην Ευρώπη (τους είχε διευκολύνει σε τούτο ο Ιωάννης Καντακουζηνός στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1340, και είχαν ήδη υποτάξει τη Σερβία – Βουλγαρία). Η έκρηξη των «μπαρουτιών του Ιπποδρόμου» ως δολιοφθορά των συνωμοτών δεν αναφέρεται ιστορικά. «Ιερά Εξέταση» δεν υπήρχε ακόμα (δημιουργήθηκε στο τέλος του αιώνα, αρχές του 16ου), οι μουσουλμάνοι υπολογίζουν τις χρονολογίες όχι από τη γέννηση του Μωάμεθ αλλά από τη φυγή του από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν σκοτώθηκε από κάποιον φίλο του, όπως λέει στο βιβλίο ο Ιάκωβος Νοταράς στον Μωάμεθ, στο χριστιανικό Βυζάντιο δεν γίνονταν θηριομαχίες στον Ιππόδρομο και, από όσα γνωρίζω, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν πούλησε ποτέ συγχωροχάρτια.

Η εικόνα που έχει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης είναι θυσίας και ηρωισμού, κάτι αντίστοιχο με τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει πολεμώντας, όπως ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας. Αν δεχθούμε την άποψη της κ. Βιτάλη, τότε η πολιορκία θα έπρεπε να μας κάνει να ντρεπόμαστε. Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί Βυζαντινοί που δεν πολέμησαν όπως οι εκατοντάδες (ή και χιλιάδες) καλόγεροι που προτιμούσαν την ασφάλεια των μοναστηριών από τον κίνδυνο στα τείχη, ή οι ίδιοι οι αδερφοί του Κωνσταντίνου, δεσπότες του Μυστρά Θωμάς και Δημήτριος, που τον άφησαν αβοήθητο. κανένας όμως ιστορικός δεν αμφισβητεί τον επικό χαρακτήρα της πολιορκίας και τον ηρωισμό των πολιορκημένων (ανάμεσά τους και μοναχών, που μάλιστα υπερασπίσθηκαν με επιτυχία έναν από τους πύργους των τειχών). Αυτός ο επικός χαρακτήρας θα ήταν αδύνατος αν όλοι οι υπερασπιστές ήταν ηττοπαθείς και αν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν ήταν μέχρι το τέλος εμψυχωτής της άμυνας."

Από τον Νίκο Κ. Κυριαζή

(Αναπληρωτή καθηγητή του οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)

(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ τον Μάιο 2007)


Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

"Η ανάγνωση του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα

Αγαπητέ κύριε Μπασκόζο,

Έχω ως αρχή μου, εδώ και είκοσι χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο της λογοτεχνίας, να μη σχολιάζω τις κριτικές που γράφονται για τα βιβλία μου. Θεωρώ ότι η κριτική είναι τις περισσότερες φορές υποκειμενική ώστε κάθε σχολιασμός θα απέβαινε μάταιος. Επιπροσθέτως η αρνητική κριτική διαθέτει μια δυναμική που μπορεί να βοηθήσει τον συγγραφέα να δει με άλλη ματιά την επιτυχία ή αποτυχία των προθέσεών του και να επεξεργαστεί τις δυνατότητές του, πράγμα που έχει συμβεί και σε μένα στο παρελθόν και είμαι ευγνώμων στον κριτικό που διέπραξε την… «αδικία». Φυσικά αναφέρομαι στο είδος της κριτική η οποία ασχολείται με τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Διότι οποιαδήποτε άλλη μορφή κριτικής ενός λογοτεχνικού κειμένου ξεφεύγει από τον στόχο της και μοιάζει να υπηρετεί άλλα. Πρόσφατα στο τεύχος 474 του περιοδικού σας δημοσιεύτηκε μια «κριτική» για το τελευταίο βιβλίο μου «Ιερή Παγίδα» που θεωρώ ότι ξεφεύγει από τη λογική της λογοτεχνικής κριτικής. Ο συντάκτης της Νίκος Κυριαζής, εξ όσων γνωρίζω καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και ο ίδιος συγγραφέας και γόνος συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων, αναφέρεται αποκλειστικά στα κατά τη γνώμη του «κακόηχα ονόματα» που χρησιμοποιούνται στο μυθιστόρημα, στα «ιστορικά λάθη», τα οποία πιστεύει ότι διέγνωσε, και στην διαφορετική οπτική θεώρηση της ιστορικής περιόδου με την οποία διαφωνεί, απαξιώνοντας το πόνημα και τη συγγραφέα του. Επειδή θεωρώ την «κριτική» του αδικαιολόγητα επικριτική που θίγει και απαξιώνει κυρίως την προσωπικότητά μου ως συγγραφέα έχω να παραθέσω τα παρακάτω.

1. Τι λόγο ύπαρξης έχει σήμερα ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Ο ίδιος δίνει την απάντηση ορίζοντας τον κανόνα (και συμφωνώ σ’ αυτό) ότι το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να προτείνει «μια νέα θεώρηση της ιστορικής περιόδου όπου διαδραματίζεται». Αυτόν τον κανόνα ο ίδιος τον αναιρεί παρακάτω υποστηρίζοντας την επικρατούσα ηρωική θεώρηση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης και τον επικό της χαρακτήρα, όπως μέχρι στιγμής παρουσιάζεται στα παλαιού τύπου ιστορικά μυθιστορήματα, στα χρονικά και στα σχολικά εγχειρίδια, απαξιώνοντας την διαφορετική οπτική της «Ιερής Παγίδας».

2. Κάνει κριτική στη χρήση των λαϊκότροπων ονομάτων που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο, όπως Κουρουλούκας (αντί Κυρ Λουκάς) και Γιουστουνιάς (αντί του Ιουστινιάνης), τα οποία ο ίδιος παρακάτω θεωρεί ότι μπορεί και να χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή, και πράγματι ήταν σε χρήση και αναφέρονται στο πόνημα του Κουτίβα περί Νοταράδων, μια από τις πηγές στις οποίες έχω ανατρέξει για τον σχεδιασμό των κυρίων χαρακτήρων του μυθιστορήματος.

3. Ήδη από τον τίτλο της βιβλιοκριτικής του ορίζει τον στόχο της: «Αναζητώντας την ιστορική ακρίβεια». Και κατά τη γνώμη του δεν υπάρχει ιστορική ακρίβεια στο βιβλίο μου. Και ο πλέον βιαστικός κριτικός πριν εξαπολύσει τους μύδρους του θα ανέτρεχε τουλάχιστον για τα επι μέρους σε κάποια εγκυκλοπαίδεια όπου θα διαπίστωνε ότι τα «γαλλικά σαπούνια» υπήρχαν από τον Θ’ αιώνα στη Γαλλία, ότι η ζάχαρη από το ζαχαροκάλαμο ήταν γνωστή από τον Ζ’ αιώνα (Ελευθερουδάκης), ότι η αφηγήτρια Ιουστίνη ήταν πραγματικό πρόσωπο, ότι ο ζωγράφος Μπελίνι που αναφέρεται στο βιβλίο δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος που μετά από χρόνια ζωγράφισε τον Μωάμεθ αλλά ο πατέρας του (Babinger), ότι η «Ιερά εξέταση» θεωρητικά δημιουργήθηκε αργότερα, αλλά ήδη είχε χρησιμοποιηθεί και από την Ορθόδοξη εκκλησία εις βάρος ενός μαθητή του Πλήθωνα, του Ιουβενάλιου (όπως αναφέρεται σε επιστολή του Γεννάδιου Σχολάριου), ότι δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο πως κάπνιζαν καπνό αλλά είναι γνωστό ότι «φτιάχνονταν» καπνίζοντας όπιο, για να αναφερθώ σε μερικά από τα «λάθη» που διέγνωσε ο βιβλιοκριτικός πάνω στα οποία στηριζόμενος κάνει την κριτική του. Σχετικά με τον αριθμό των πολεμιστών που έλαβαν μέρος στην πολιορκία οι μαρτυρίες (Σφραντζής, Κριτόβουλος, Δούκας,Ασίκ Ζαντέ) διίστανται ενώ για τις στολές και το υγρό πυρ χρησιμοποίησα ό,τι ταίριαζε στην αφήγησή μου χωρίς να αποκλείω μια διαφορετική πραγματικότητα.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η «Ιερή Παγίδα» δεν διεκδικεί τον τίτλο του παραδοσιακού ιστορικού μυθιστορήματος καθώς ο όρος δεν αναφέρεται ούτε στο εξώφυλλο. Η προσπάθεια της συγγραφέως ήταν ανθρωποκεντρική και όχι περιγραφική των γεγονότων που έχουν κατά κόρον αναλυθεί. Μετά από έρευνα 12 χρόνων στις πηγές προέκυψαν 2 βιβλία με θέμα το Βυζάντιο (Το Παραμύθι του Μεγάλου Φόβου και η Ιερή Παγίδα) όπου ο εστιασμός έγινε στα πρόσωπα, στην ατμόσφαιρα και σε μια διαφορετική θεώρηση της ιστορικής περιόδου, τα κενά των οποίων η συγγραφέας, ως όφειλε, συμπλήρωσε με τη φαντασία της. Άρα δεν παραδίδει… μαθήματα ιστορίας. Πέρα από την απόλαυση η μη του κειμένου το βιβλίο ίσως δίνει ένα ερέθισμα για να σκεφτεί ο αναγνώστης διαφορετικά το διαχρονικό παιχνίδι της ιστορίας. Ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου η αφηγήτρια Ιουστίνη λέει ότι δεν ξέρει αν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα όπως θα τα διηγηθεί, αλλά δεν έγιναν ούτε έτσι ακριβώς όπως τα λένε οι άλλοι. Που σημαίνει, για όποιον θέλει να καταλάβει, ότι η «Ιερή Παγίδα» δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια του όρου. Αλλά και τα βιβλία, στα οποία ο ίδιος ο κριτικός αναφέρεται σαν δείγματα ιστορικών μυθιστορημάτων, δεν παραδίδουν μαθήματα ιστορικής ακρίβειας, όπως λόγου χάριν ο «Μαύρος Άγγελος» του Μίκα Βαλτάρι, το οποίο παρουσιάζει, καταπατώντας την «ιστορική ακρίβεια», την Άννα Νοταρά στην Κων/πολη την εποχή που αποδεδειγμένα είχε φυγαδευτεί στη Βενετία (Ράνσιμαν, Κουτίβας).

Το ερώτημα λοιπόν που μένει είναι: Πώς διαβάζονται σήμερα τα μυθιστορήματα που έχουν σαν βάση τους ιστορικά γεγονότα;

Σαν εγχειρίδια ιστορίας ή σαν λογοτεχνικά κείμενα;

Ήδη ο Κούρτοβικ (Τα Νέα-Βιβλιοδρόμιο 5.1.2007) μίλησε για το είδος του ιστορικού μυθιστορήματος που θα μας απασχολήσει στο μέλλον, ο Ζήρας προβάλλει στην «ελευθερία κινήσεων» του συγγραφέα μέσα στο χώρο της ιστορίας (Αυγή 4.3.2007), ενώ ο Περαντωνάκης (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας 4.5.2007) αναφέρεται στο μεταμοντέρνο «αιρετικό» ιστορικό μυθιστόρημα.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία"

Λεία Βιτάλη

(Δημοσιεύθηκε στο ΔΙΑΒΑΖΩ του Ιουλίου 2007)


Sunday, October 14, 2007

ΤΟ ΝΕΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Με αφορμή μια κριτική που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ σχετικά με την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ αλλά και τις επιστολές που ανταλλάχτηκαν στο περιοδικό με το εν λόγω θέμα, θα ήθελα να κάνουμε μέσα από αυτό εδώ το μπλογκ μια συζήτηση πάνω στο παρεξηγημένο κατά την ταπεινή γνώμη μου Νέο Ιστορικό Μυθιστόρημα στην Ελλάδα.
Σύντομα θα είμαι σε θέση (ελπίζω να δουλέψει το scanner) να δημοσιεύσω την κριτική αλλά και τις επιστολές για να μπορέσουμε να θέσουμε τους άξονες μιας συζήτησης και να πει ο καθένας τη γνώμη του.
Παράλληλα θα οργανώσω κι εγώ τις σκέψεις μου για να μπορέσω να εκφράσω με σύντομες αναφορές την εμπειρία μου από τη μεγάλη περιπέτεια της συγγραφής του -κατα μια έννοια- ιστορικού μυθυιστορήματος.

Με την ευκαιρία να ευχαριστήσω και από εδώ όλους τους φίλους που επικοινώνησαν μαζί μου και μου πρόσφεραν τη μεγάλη ή μικρή βοήθειά τους στο θέμα των ναρκωτικών.

Friday, October 05, 2007

ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

Παρακαλώ όλους τους καλούς φίλους που μπορεί να έχουν μια εμπειρία δική τους ή γνωστών τους, μια μαρτυρία, ένα γεγονός, ένα σχετικό λινκ ή και άποψη για το θέμα των ναρκωτικών να με βοηθήσουν με την γνώση τους αυτή. Ασχολούμαι με αυτό το θέμα και μου είναι χρήσιμο το κάθε τι που τα αφορά. Θα το εκτιμήσω αφάνταστα.
Σας ευχαριστώ όλους εκ των προτέρων.

Μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί μου επώνυμα ή ανώνυμα, με σχολιασμό ή με μέιλ.

Wednesday, October 03, 2007

ΔΙΗΓΗΜΑ 2 .

ΤΟ ΑΒΓΟ
(Η συνέχεια και το τέλος)

...η μικρή εκτινάσσεται στον καναπέ, κάνει δυο τρία πετάγματα μέχρι που ακινητοποιείται εντελώς ξαπλωμένη στο δεξί πλάι, το στόμα ορθάνοιχτο σε μια άφωνη κραυγή, τα μάτια γουρλωμένα, ούτε ανάσα. Ήταν ένα Σάββατο έξι Ιουνίου και τα γιασεμιά είχαν φτάσει τα κλαδιά τους μέχρι την μπαλκονόπορτα, έμπαιναν μέσα, θαρρείς ήθελαν να τους πνίξουν. Ησυχία.

Οι ξαφνικοί λυγμοί της δεν έφεραν αποτέλεσμα. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν είχε συνέλθει με το κλάμα ενός άλλου. Βοήθησαν όμως να καταφτάσει κατατρομαγμένη, λέει, η θεία Καλλιρρόη, αλλιώς η μικρούλα με την κομμένη ανάσα της θα είχε πετάξει για κείνον τον άλλο κόσμο και ποτέ μα ποτέ δεν θα γευόταν μια μπουκιά φρέσκο αβγό.

Η θεία Καλλιρρόη την αγκάλιασε, την έσφιξε, την τίναξε προς τα εμπρός, την πίεσε στο στήθος μια και δυο και τρεις φορές και η μικρή με μια κραυγή γύρισε πίσω.

Την επομένη η μητέρα δέχτηκε την πρόταση του αβγουλά για μια βόλτα με το λευκό βόλβο μέχρι τη θάλασσα κι ύστερα στον κήπο του σπιτιού του που ασφυκτιούσε στην κυριολεξία απ’ τα γιασεμιά. Αλλά ο αβγουλάς, -ω, τι ατυχία!- είχε το ίδιο ελάττωμα με τον άντρα της. Έπινε πολύ και τα βράδια έπεφτε στο κρεβάτι του ξερός για ύπνο. Ευτυχώς δεν είχε έλλειψη από άντρες η γειτονιά. Ο κρεοπώλης ήταν τόσο πρόθυμος που ξεχάστηκε αμέσως ο αβγουλάς. Κι ύστερα πώς μπορούσε να κάνει πως δεν έβλεπε το λίγωμα του φούρναρη όταν αγόραζε εκείνα τα μικρά παξιμαδάκια διαίτης με τον γλυκάνισο. Ήταν κι ο λογιστής που έμενε απέναντι και συμπλήρωνε νύχτα τις φορολογικές δηλώσεις. Κι ο αστυφύλακας που επέτρεπε σ’ αυτήν και μόνο σ’ αυτήν να διαταράσσει την κοινή ησυχία με τα τραγούδια της μέρα μεσημέρι. Και κάποιοι άλλοι, που να τους θυμάται κανείς, είχαν τελείως διαφορετικά κουσούρια, αλλά δεν έβαζαν στο στόμα τους ποτό. Αβγό δεν ξαναπροσπάθησε να ταΐσει την κόρη της, κι έτσι η μικρή δεν γνώρισε τη γεύση του, αυτό όμως δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της. Πιο σημαντικό ήταν που όταν μεγάλωσε, δεν κατάφερε να μάθει ποδήλατο! Η παρεγκεφαλίδα, λέει, την έκανε να χάνει την ισορροπία της, ούτε να περπατήσει κατόρθωσε ποτέ σε μιαν ευθεία γραμμή, πήγαινε από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη, νόμιζες ήταν μεθυσμένη, ακόμη κι όταν δεν ήταν. Ούτε μπόρεσε ποτέ να χαρεί τη θάλασσα που τόσο λάτρευε, με τον παραμικρό κυματισμό έχανε τον προσανατολισμό της και βυθιζόταν στο νερό ψάχνοντας τον ήλιο στην άμμο. Κι ούτε παντρεύτηκε ποτέ, δεν ήθελε να την αγγίξει άντρας, της κοβόταν αυτόματα η αναπνοή. Στα πενήντα πέντε της, δηλαδή τώρα, χρησιμοποιούσε ήδη μπαστούνι. Με βαριά ασημένια λαβή που τη διακοσμούσε ένα γυρισμένο, σαν κάτι ν’ αποστρεφόταν, μουσούδι δράκου από ελεφαντόδοντο, που είχε στο στόμα του καρφωμένο ένα μικρό αβγό.

Η μητέρα περίμενε ακόμη με το στόμα άπληστα ανοιχτό, λίγο σάλιο φάνηκε στην άκρη του, έσταξε στη χάρτινη πετσέτα που ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Η κόρη απόστρεψε επιτέλους το βλέμμα της απ’ το μικρό ημερολόγιο του τοίχου και μάζεψε μ’ ένα βρεγμένο χαρτί το χυμένο αβγό απ’ το λινό καρό τραπεζομάντιλο. Ύστερα βύθισε ξανά το κουτάλι στο αβγό κι έβγαλε ακόμη μια μπουκιά. Οι σκέψεις την ταλάνιζαν όλη την ώρα ασφυκτικά. Το βλέμμα της έπεσε στο μπαστούνι της, ύστερα στη βαριά ασημένια λαβή με το ελεφαντόδοντο. Ήταν στερεωμένο στην άκρη του τραπεζιού, δυο βήματα μακριά της. Και πώς της πέρασε μια ιδέα απ’ το νου, αν είναι δυνατόν μετά από τόσα χρόνια, να το ‘πιανε λέει τώρα στα χέρια της και... Ω, τι σκέψη! Έκανε ν’ ανασηκωθεί κρατώντας την κουταλιά μετέωρη στον αέρα και κοιτάζοντας τη μητέρα βαθιά στα μάτια. Δεν είδε δάκρυα, δεν είδε τίποτ’ άλλο, δεν υπήρχε άλλη εικόνα, μόνο η ίριδα και το ασπράδι του ματιού γαλανό απ’ τα χρόνια με τις μικρές κόκκινες φλέβες να στέκει ακίνητο σαν παγωμένο κι όμως τόσο ζωντανό, γεμάτο ολόχαρη λαχτάρα για τη μικρή μπουκιά του καθημερινού αβγού. Η κόρη κατάπιε έναν κόμπο στον λαιμό της και σήκωσε με δύναμη το χέρι της που κρατούσε το κουτάλι.

Ύστερα, έβαλε μέσα στο ορθάνοιχτο σαν σπήλαιο στόμα μαλακά το αβγό.

Και πώς τους φάνηκε έτσι ξαφνικά και των δυο τους, καθώς κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια, ότι το δωμάτιο -εντελώς απότομα- σα να πλημμύρισε ένα άρωμα, λέει, από χιλιάδες γιασεμιά. Που τους τριγύριζε και τους στροβίλιζε σ’ έναν άχρονο χρόνο χωρίς εικόνες, χωρίς σκέψη, μόνο με μια λαχτάρα για μελάτο αβγό. Που επιτέλους το μοιράστηκαν! Με την ίδια λαιμαργία -μια μπουκιά εσύ μια εγώ- λες κι έκρυβε αυτή η μαλακιά κι αφράτη γεύση την ίδια τη ζωή. Κι ένιωσαν για πρώτη φορά τόσο, μα τόσο πολύ κι οι δυο τους αναπάντεχα ευτυχισμένες!

Tuesday, October 02, 2007

Διηγημα 1.

Ευχαριστώ όλους τους καλούς φίλους για τις ευχές τους σχετικά με την παρουσίαση στο Παρίσι. Δημοσιεύω εδώ το ΑΒΓΟ από τη συλλογή ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ που ενέπνευσε και το μετέφρασαν στα γαλλικά. Θα το διαβάσετε σε 2 συνέχειες.

Της είχαν πει πως έπρεπε να την ταΐζει ένα αβγό κάθε μέρα. Είχε έλλειψη, λέει, λευκώματος στα ογδόντα πέντε της και πρήζονταν τα δάχτυλά της, έτοιμα να σκάσουν έλεγες, να τρέξει το υγρό που ασφυκτιούσε μέσα τους, ολόλευκα και τσιτωμένα.

Της το έκανε μελάτο, ήταν πιο εύκολο να της το ταΐσει με το κουταλάκι, θαρρείς η μητέρα το περίμενε κάθε πρωί, τα μεγάλα, γαλακτερά απ’ το χρόνο, θαμπά σαν δακρυσμένα μάτια της, κοιτούσαν την κόρη γεμάτα λαχτάρα, όλος ο κόσμος της φώλιαζε σ’ αυτή τη μικρή μπουκιά του αβγού.

Δεν μπορούσε πια να περπατήσει, να φροντίσει εκείνη την υπέροχη αψεγάδιαστη ομορφιά της, αυτή που τον παλιό καιρό όλοι ποθούσαν ν’ αγγίξουν το απαλό λευκορόδινο κορμί της, τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της, τ’ αλαβάστρινα περιποιημένα χέρια με το αστραφτερό μπλε ζαφείρι να κοσμεί τον παράμεσο του αριστερού της χεριού ακόμη και στο πλύσιμο των πιάτων. Δεν της το είχε βγάλει παρόλο που άλλοτε έχασκε κι άλλοτε την έσφιγγε όταν πρήζονταν τα δάχτυλα. Ήταν πάντα εκεί, το δικό της σημάδι.

Η κόρη πήρε με το κουταλάκι λίγο απ’ το νερουλό αβγό και το ‘βαλε στο ορθάνοιχτο σαν σπήλαιο στόμα της μητέρας, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να την κοιτάζει με το βλέμμα της γεμάτο ολόχαρη προσμονή. Το κατάπιε μ’ ένα δυνατό θόρυβο λες και κατρακυλούσαν χίλιες πέτρες σ’ απόκρημνη πλαγιά κι αμέσως μετά άνοιξε πάλι το σπήλαιο-στόμα για την επόμενη κουταλιά. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν κάθε πρωί εδώ και μερικούς μήνες, η μία απέναντι στην άλλη μπροστά στο τραπέζι της κουζίνας στρωμένο με το λινό καρό τραπεζομάντιλο, κινήσεις μηχανικές, χωρίς σκέψη, ίσως λίγο κουρασμένες, καμιά τους δεν ήταν νέα πια. Και τίποτα, μα εντελώς τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να ταράξει αυτή την καθημερινή τους συναλλαγή, εκτός… Εκτός απ’ τη σημερινή μέρα. Σάββατο έξι Ιουνίου! Πού της ήρθε τώρα ν’ αρχίσει να ξεθάβει.

Σαν σήμερα η κόρη είχε γεννηθεί, γύρω στις δέκα το πρωί, της είχε πει η μητέρα, αλλά δεν θυμάται να είχε πέσει τα τελευταία χρόνια αυτή η ημερομηνία πάλι Σάββατο. Άλλωστε δεν γιόρταζε ποτέ. Η μητέρα δεν έκανε γιορτή τέτοια μέρα. Ήταν μια μέρα σχεδόν ανεπιθύμητη, θα μπορούσε να πει κανείς. Ούτε η ίδια καλά-καλά δεν τη θυμόταν, μόνον όταν έπεφτε τυχαία το μάτι της σ’ εκείνο το μικρό ημερολόγιο του τοίχου που το ανανέωνε κάθε χρόνο, έτσι από συνήθεια.

Και τότε έγινε κάτι ξαφνικά. Καθώς κοίταζε την ημερομηνία στο λευκό μικρό χαρτάκι. Για πρώτη φορά μέσα σ’ αυτούς τους μήνες το κουταλάκι με τη μπουκιά του αβγού γλίστρησε απ’ τα δάχτυλα της κόρης και ω! το κίτρινο υγρό λέρωσε το καθαρό τραπεζομάντιλο, καθώς οι σκέψεις πλημμύριζαν απρόσμενα το μυαλό της γυρίζοντάς την πίσω, στην άλλη άκρη του χρόνου, σ’ εκείνο το άλλο σπίτι με τα ψηλά στρογγυλά παράθυρα και τις λευκές γύψινες γιρλάντες στα ταβάνια. Και είδε! Το δικό της σημάδι.

Η μητέρα βυθίζει το κουτάλι στο μελάτο αβγό και το τείνει προς το στόμα της μικρούλας της κόρης. Είναι ένα μαγευτικό ανοιξιάτικο απόγευμα, μια ανάλαφρη αύρα γεμάτη αρώματα από γιασεμιά εισβάλλει ορμητικά απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Το κουτάλι αγγίζει τα χείλια της μικρής. Αλλά το στόμα μένει ερμητικά κλειστό. Η ευωδιά των γιασεμιών λιγώνει καθώς απλώνεται σ’ όλο το δωμάτιο. Η μητέρα πιέζει με το κουτάλι ν’ ανοίξει το πεισματάρικο στόμα. Όλο και πιο δυνατά, με πιο μεγάλη πίεση. Τα γιασεμιά ξαφνικά μοιάζει να χάνουν τη μαγική τους δύναμη κι η ευωδιά τους αρχίζει, άκου να δεις, να πονάει, σαν ένα μαχαίρι βυθίζεται στην καρδιά. Το κουτάλι θυμίζει τώρα έμβολο, που προσπαθεί ν’ ανοίξει την αναθεματισμένη θύρα που αντιστέκεται. Μα τι γίνεται; Δεν είναι δυνατόν πάλι να αποστρέφει το μουσούδι της η μικρή με τόση αηδία. Ο παιδίατρος είχε πει ένα αβγό κάθε δύο μέρες. Γιατί τόσο συχνά; Δεν ήξερε πώς θ’ άντεχε τέτοιο μαρτύριο. Και τα γιασεμιά να ποτίζουν τον χώρο με όλο και μεγαλύτερη ένταση μ’ αυτό το άρωμα-δηλητήριο. Της ερχόταν να το φάει η ίδια το αβγό με μια χαψιά να ξεμπερδεύει. Μύριζε τόση φρεσκάδα! Ο αβγουλάς της τα φυλούσε ολόφρεσκα στην έβγα, το πρωί την κοιτούσε σαν μαγεμένος, είχε δει ολοκάθαρα τη γλώσσα του να σαλιώνει τα χείλη του, ω! η γλώσσα του…

Είχε φορέσει πρωί-πρωί το ολόλευκο φουστάνι της με το μπλε σιρίτι –τόσο της μόδας τα ναυτικά- και τα μπλε παπούτσια, ψηλοτάκουνες γόβες, αν ήταν κάποιος άλλος θα το δεχόταν, αλλά ένας αβγουλάς!

Ξαναβούτηξε το κουτάλι στο αβγό, η πρώτη κουταλιά είχε χυθεί ολόκληρη στη σαλιάρα της μικρούλας κι εκείνη απόστρεφε το μουσούδι άλλη μια φορά. Δεν θα το άντεχε άλλο αυτό, στο μυαλό της μπερδευόταν το λάγνο βλέμμα του αβγουλά μαζί με το δηλητήριο των γιασεμιών κι έκανε το αβγό στο κουτάλι να ριγεί και το κορμί της έτοιμο να εκραγεί. Να γλιτώσει ήθελε, αυτό μονάχα.

Πασάλειψε τα χείλη του μωρού της με το αβγό κι ύστερα με πιο μεγάλη ένταση τη μικρή ανασηκωμένη μύτη του, κι ύστερα το στρογγυλό σαγόνι, και τα ροδαλά μάγουλα και το ψηλό, καμπυλωτό μέτωπο, αυτή τη φορά δεν θα ανεχόταν άλλα νάζια, άλλα κλάματα γοερά, άλλα πείσματα, άλλα τσίσα, σιχαινόταν! Τη ζωή της που πέρναγε. Που καθρεφτιζόταν στα λιμασμένα μάτια του αβγουλά, φα’ το! Για μια ακόμη φορά προσπαθεί να παραχώσει έστω λίγο, ελάχιστο απ’ το μεγάλο τρεμουλιαστό αβγό στο πεισματάρικο στόμα κι ένας ίλιγγος την ανακατεύει πάλι, όπως χθες, όπως προχθές, από τότε που κοιμάται σε χωριστά κρεβάτια με τον άντρα της, δεν την αγγίζει πια κανείς, τι να τον κάνει, μεθυσμένος κάθε νύχτα βρωμάει και ξερνάει όπου βρεθεί. Φα’ το! Το χέρι της αφήνει το κουτάλι να πέσει στο δάπεδο, το κίτρινο τρεμουλιαστό και πηχτό υγρό πιτσιλάει τη λευκή φούστα της, τα μεταξωτά μαξιλάρια του καναπέ, τις βελούδινες κουρτίνες. Το άλλο χέρι τινάζεται κρατώντας το παιδί, δεν θα το ανεχτεί άλλο, όχι άλλο, όχι σήμερα που φορά το ολόλευκο καινούριο της φουστάνι με το μπλε σιρίτι, όχι σήμερα που έχουν τρελαθεί τα γιασεμιά με τ’ αρώματά τους....

(Αύριο η συνέχεια και το τέλος).

Thursday, September 27, 2007

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Αν κάποιος βρίσκεται το Σάββατο στο Παρίσι, τον καλώ να παρευρεθεί στην παρουσίαση του νέου τεύχους του γαλλικού λογοτεχνικού περιοδικού "Les Moments Litteraires", το οποίο στην ύλη του, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και το διήγημά μου "Το Αυγό" από τη συλλογή "Σκοτεινές Μητέρες", σε μετάφραση Malamati Soufarapis.
H εκδήλωση δανείζεται τον τίτλο της συλλογής μου "Les Meres Obscures" (Σκοτεινές Μητέρες) και είναι αφιερωμένη σε γραφές που αφορούν τις σχέσεις μητέρας και κόρης.
Θα πραγματοποιηθεί στο Βιβλιοπωλείο "La Loucarne des Ecrivains", 115, rue de l' Ourcq, Paris

Επιτέλους! Μια φωτεινή ημέρα για τις Σκοτεινές Μητέρες!.



Friday, September 21, 2007

Κρυφά...

... από όλους το πρωί φεύγω απ' το σπίτι.
Παίρνω την τσάντα μου και κάτι άλλα διακριτικά σε μια σακούλα μπλε
κι αναχωρώ.
Πηγαίνω κάπου μυστικά
-κανείς δεν το ξέρει-
κι εκεί αρχίζω χαλαρά -αλλά ενίοτε και με μανία-
να κάνω κάτι που δεν το λέω σε κανέναν.
Ύστερα κοιτάζω μπροστά μου το γαλάζιο και πίσω μου το πράσινο, ανασαίνω βαθιά και κλείνω τα μάτια.
Μπαίνω στο σκοτεινό σημείο από τη δύσβατη δίοδο που κανείς δεν τη λέει σε κανέναν.
Κάθομαι ανάλαφρα, έτοιμη να πεταχτώ στο πρώτο φόβισμα.
Και περιμένω.
Αλλά δεν λέω σε κανέναν τι.
Άλλοτε έρχεται, άλλοτε όχι.
Όταν έρχεται είναι κόκκινο. Έντονο κόκκινο της φωτιάς. Αστραφτερό! Κι έχει ένταση σα να 'ναι πυρετός.
Μετά φεύγει αφήνοντας πίσω μια αχλύ πορτοκαλί φωτός που ξεμακραίνοντας αλλάζει σε μωβ, ροζ, θαμπό κίυτρινο, σπασμένο λευκό, διάφανο τίποτα.
Μαζεύω χωρίς να βιάζομαι ό,τι είχα φέρει και γυρίζω πίσω.
Το πίσω είναι πάντα εκεί και περιμένει.

Δεν λέω σε κανέναν τίποτα. Κανείς ποτέ δεν πρέπει να μάθει.
Γιατί είναι μυστικό.
Γιατί αν δεν είναι μυστικό,
κι αν δεν είναι κρυφό
τότε δεν θα 'ναι.

Thursday, September 13, 2007

Συνέντευξη για το μπλογκ

Αναδημοσιεύω το κείμενο που είχε την καλοσύνη η φίλη Ελένη Γκίκα να δημοσιεύσει στην εφημερίδα και την ευχαριστώ πολύ.


Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το μπλογκ της Λείας Βιτάλη

Από την Ελένη Γκίκα

Ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή μας και έχει βάλει και τίτλο: «Η μοναξιά του συγγραφέα μετά το τέλος του βιβλίου». Η συγγραφέας Λεία Βιτάλη, διαθέτει εδώ κι ένα χρόνο περίπου) το διαδικτυακό της σπίτι. Απ’ εκεί την ακούμε να διαβάζει κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου της «Ιερή παγίδα» και να γράφει με ορθάνοιχτες πόρτες καινούργια θεατρικά, μυθιστόρημα, διηγήματα. Τη συναντάμε στο http:// leiavitali.blogspot.com και για ό,τι διευκρινίσεις, διαβάζουμε αυτά που η ίδια μας λέει, σαν παραμύθι, παρακάτω:

«Μια φορά κι έναν καιρό (μόλις ένα χρόνο πριν δηλαδή) η συγγραφέας πάτησε ctrl+s κι έσωσε κάποιες μικρές διορθώσεις στο τελικό του μυθιστορήματός της, «Ιερή Παγίδα». Ύστερα έστειλε το μέιλ πίσω στον διορθωτή. Ακόμη και η παραμικρή άνω τελεία ήταν στη θέση της πια. Το βιβλίο για τη συγγραφέα ήταν ήδη παρελθόν.

Έμεινε να κοιτάζει την οθόνη με το γνώριμο μπλε φόντο. Ακίνητη οθόνη. Ψυχρή. Σχεδόν απειλητική. Γύρω βούιζε μια ταραγμένη σιωπή. Να έβγαινε έξω στον κόσμο, σκέφτηκε η συγγραφέας. Να ξέπλενε τα συναισθήματα του πρόσφατου αποχωρισμού συντροφιά με άλλους ανθρώπους. Οι χάρτινοι ήρωες της είχαν κρατήσει συντροφιά έξι ολόκληρα χρόνια. Σαν φίλοι. Άλλοτε σαν εχθροί. Πολέμιοι ίσως ήταν η καλύτερη λέξη. Τώρα σφραγίστηκαν καλά με τις δαγκάνες του διορθωτή, απομυθοποιήθηκαν, φτερούγισαν. Πάνε. Έξω μια ζεστή, σχεδόν υγρή βραδιά, η μυρωδιά της θάλασσας ακουμπάει τα ρουθούνια. Ο ήχος της κάνει πιο έντονη τη σιωπή. Η μοναξιά του συγγραφέα μετά την παράδοση του χειρόγραφου είναι εξουθενωτική. Γράφει τη λέξη «λογοτεχνία» και πατά αναζήτηση. Βάζει ένα ποτό και περιμένει. Η οθόνη την έχει παγιδέψει. Κατεβαίνουν πολλά από το google. Το ασύρματο ποντίκι επιλέγει. Blogspot.com

Η συγγραφέας αντιμέτωπη με τον πρώτο blogger. Υπάρχει κάποιος εκεί που μπορεί να «μιλήσει» μαζί του για λογοτεχνία. Από το βάθος της οθόνης αναδύεται ένας καινούριος κόσμος. Φωτάκια ανάβουν. Φρέσκο υγρό χύνεται στο ποτήρι. Ένα χαμόγελο. Ύστερα ένα γέλιο. Στην αρχή η συγγραφέας είναι επιφυλακτική. Προχωρά αργά. Δεν ξέρει το έδαφος. Οι άλλοι την καθοδηγούν. Μέσα πάντα από τη γνώριμη μπλε οθόνη που αλλάζει χρώματα. Ψηλαφά τα posts. Αγγίζει τα comments. Εκσφενδονίζει λέξεις, φράσεις. Εισπράττει επαφή. Γελάει. Χαίρεται σαν παιδί.

Το πρωί το γυροφέρνει ξανά. Τόσο εύκολο να εισχωρήσεις. Blogspot.com. Κι αρχίζει αυτό που λέμε απλά: επικοινωνία.

Η συγγραφέας προσδοκά να γράψει συντροφιά με τους αναγνώστες της. Εκείνη, για πρώτη φορά. Άγνωστοι φίλοι μπαίνουν και βγαίνουν. Ψευδώνυμοι. Ανώνυμοι. Επώνυμοι. Τα βράδια γεμίζουν comments. Τα πρωινά σχεδιάζονται καινούρια spots με κείμενα από νέες επιθυμίες συγγραφικών προτάσεων. Γράφει παρέα με τον κόσμο. Η μοναξιά του συγγραφέα μοιάζει να έχει απορροφηθεί από τη μπλε οθόνη. Διορθώνει το νέο κείμενο. Δέχεται ιδέες. Σχολιάζει τα σχόλια. Καλοπροαίρετοι φίλοι. Πικρόχολοι σχολιαστές άλλοι. Μια ολόκληρη κοινωνία αντίγραφο της πραγματικής. Με πλεονέκτημα ή μειονέκτημα την απόλυτη ελευθερία.

Ένα χρόνο μετά έχει γίνει πια συνήθεια. Οι φίλοι πληθαίνουν. Το ίδιο και οι άλλοι. Μα δεν είπε κανείς ότι εκεί μέσα υπάρχουν… άγγελοι. Υπάρχουν απλώς άνθρωποι. Καλύτερο από το να μην είναι κανείς. Λέω να συνεχίσω. Σχολιάστε».

(Δημοσιεύτηκε στο Κυριακάτικο ΕΘΝΟΣ τον Ιούλιο 2007)

Monday, September 10, 2007

Για την ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ

Και νέες ευχαριστίες στον συμπλόγκερ Αθεόφοβο (ww.atheofovos.blogspot.com) και στον επίσης μπλόγκερ Στέλιο Φραγκόπουλο που ασχολήθηκε με την Ιερή Παγίδα εδώ. Και του εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο του "Σημαντικά Παραλειπόμενα".
Και επίσης ευχαριστίες στη Λένα Μαντά για την γνώμη της εδώ στην οποία και εύχομαι πάντα επιτυχίες.
Ευχαριστώ τον αγαπητό Νουβάντα που ασχολήθηκε με την "Ιερή Παγίδα" στο μπλογκ του
εδώ.
Και να δηλώσω τη χαρά μου που "συνυπήρξα" (δαιμονοδιαστροφικά) μ' έναν συγγραφέα της νεότερης γενιάς, τον Αύγουστο Κορτώ, του οποίου τον χειμαρρώδη λόγο, την ευρηματικότητα και το παλλόμενο πάθος εκτιμώ.

Tuesday, September 04, 2007

EΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΥΡΠΟΛΗΜΕΝΟΙ


Γύρισα απ’ την πυρπολημένη Εύβοια προχθές το βράδυ. Εκεί πέρασα τις τελευταίες δέκα ημέρες του φλεγόμενου Αύγουστου. Συγκλονισμένη. Ντροπιασμένη. Απογοητευμένη.

Συγκλονισμένη γιατί βίωσα τη φωτιά από κοντά, διαπιστώνοντας την ανεξέλεγκτη δύναμή της σαν στοιχείο της φύσης.

Ντροπιασμένη γιατί ήρθα αντιμέτωπη με τις ευθύνες μου σαν πολίτις αυτής της χώρας, που, ενώ είμαι ελεύθερη να δράσω, ωστόσο τα χέρια μου είναι δεμένα σφιχτά.

Απογοητευμένη από τους κατέχοντες την όποια εξουσία που σύλησαν τα πτώματα της Πελοποννήσου και της Εύβοιας δράττοντας την ευκαιρία για ψηφοθηρία και θεαματικότητα.

Δεν μπόρεσα να μπω μέσα στη φωτιά -ανθρώπινος ο φόβος- (γενναίοι στ’ αλήθεια πυροσβέστες!), πλησίασα μετά. Μετά τη φωτιά. Στα μέρη που εγκατέλειπε. Έβλεπα μια άλλη χώρα. Σκεπασμένη μ’ ένα μαύρο τούλι. Ένα τοπίο ύστερα από πόλεμο και ίσως ατομική βόμβα. Η μυρωδιά του καμένου εισχωρούσε βαθιά εντός. Καμιά φωτογραφία, κανένα κείμενο δεν μπορεί να μεταδώσει την αίσθηση αυτής της μυρωδιάς. Όταν έγραφα την «Ιερή Παγίδα» προσπαθούσα να περιγράψω τη μυρωδιά του πολέμου αλλά δεν είχα αυτό το βίωμα. Τώρα το έχω. Αυτός ο κατακαθισμένος καπνός από καμένα δέντρα, ανθρώπους και ζώα! Είναι η μυρωδιά του πολέμου. Θα την κουβαλάω πάντα μέσα μου. Η φωτιά έχει απολυμάνει το τοπίο καταστρέφοντάς το. Στους δρόμους την ημέρα μετά και για αρκετές μέρες δεν υπάρχουν άνθρωποι. Ο δρόμος καθαρός από ανθρώπινα σκουπίδια, έχουν καεί τα πάντα. Μισολιωμένα μαύρα κουτάκια κόκα κόλας και μπίρας ταιριάζουν χρωματικά με το τοπίο. Για χιλιόμετρα ησυχία. Όχι θρήνοι, ο κόσμος έχει φύγει τρομαγμένος για όπου. (Δεν μιλάω για τους νεκρούς. Δεν τολμώ ακόμη να θίξω αυτό το θέμα). Δεν υπάρχουν ζώα. Ξαφνικά στο πλάι του δρόμου ένας γάιδαρος χωρίς σαμάρι με μισοκαμένη γούνα. Βαδίζει σκυφτός. Τη γνωστή του ίσως διαδρομή. Ενσωματωμένος επίσης χρωματικά στο φόντο.

Δεν είναι η θλίψη. Δεν είναι η οργή. Δεν είναι η απελπισία που αυλακώνει το πρόσωπο. Είναι η morina των Ισπανών. Δεν έχουμε εμείς τέτοια λέξη. Ίσως δεν την ξέρω εγώ. Είναι η νοσταλγία γι’ αυτό που δεν έχει υπάρξει. Η νοσταλγία για το πώς θα έπρεπε να ήταν οι άνθρωποι, αν ήθελαν να είναι άνθρωποι σε μια πολιτισμένη χώρα. Γιατί ο πολιτισμός δεν είναι έμφυτος. Ο άνθρωπος είναι άγριο θηρίο που επιβιώνει με τον θάνατο του άλλου. Ο πολιτισμός κερδίζεται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, πράξη με την πράξη καθώς το είδος εξελίσσεται και κερδίζει σε ανθρωπιά, σε αλληλεγγύη, σε κοινωνική ευαισθησία, σε συντροφικότητα…

Σε ποια χώρα! Όχι εκεί που οι επιτήδειοι πατούν στα πτώματα των νεκρών εν όψει…

(«… πόσο ιερόσυλη μοιάζει η διεκδίκηση της ψήφου, ενώ υπάρχουν ακόμα άταφοι νεκροί». Αλέξης Ζήρας, Αυγή, 2.9.2007)

Monday, July 16, 2007

Νεα ΑΝΑΓΝΩΣΗ 2

Καλοί φίλοι μου ζήτησαν να διαβάσω κάποια συγκεκριμένα αποσπάσματα από την "Ιερή Παγίδα". Κι εγώ το κάνω. Διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα από τη σκηνή του ευνουχισμού του μικρού Ιάκωβου στο χαρέμι του σουλτάνου. Είναι από το κεφάλαιο 11, σελ. 331. Κάντε κλικ ΕΔΩ για να το ακούσετε.

Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα καλά σας λόγια. Ακόμη ευχαριστώ τον Μανώλη Πιμπλή, τον Βασίλη Καλαμαρά και την Λώρη Κέζα για το σχετικό δημοσίευμά τους.

Thursday, July 12, 2007

Για την Πάρνηθα

Όταν είδε τις φλόγες στο γυαλί, ένιωσε από μακριά τον θάνατό του…

Έμενε κάπου μακριά. Στο κέντρο της Αθήνας. Πνιγόταν. Τα Σαββατιάτικα πρωινά συνήθιζε μια μεγάλη βόλτα στο πράσινο του δάσους. Προχωρούσε βαθιά ανασαίνοντας λαίμαργα χειμώνα-καλοκαίρι και φούσκωναν οι πνεύμονες με κάτι που ο ίδιος το χαρακτήριζε «σχεδόν ευτυχία». Βάδιζε αργά πολλές φορές με τα μάτια κλειστά. Δεν συναντούσε κανέναν εκεί που πήγαινε. Κανείς γνωστός του δεν επισκεπτόταν το δάσος. Δεν το λαχταρούσε όπως εκείνος. Όλοι ήξεραν όμως ότι το δάσος ήταν εκεί. Φουντωμένο, πράσινο, σκοτεινό κάπου κάπου κι αλλού ξάστερο, μια αγκαλιά.

Καθώς περπατούσε, προσπαθούσε να διαχωρίσει τις μυρωδιές. Μπερδευόταν. Ήταν τόσα πολλά τα χρώματα. Το καθένα μύριζε αλλιώς. Έτσι είχε μάθει να λέει η κόκκινη μυρωδιά, η πράσινη, η μωβ, η γαλάζια, η πέτρινη… Λιγωτικές, έντονες, ανάλαφρες, πικρές, ξινές, γλυκές…. Τις ξεχώριζε με τα χρώματα. Έκοβε χορτάρια και τα ‘παιρνε μαζί του στην πόλη, να τα ‘χει. Ξέραινε λουλούδια και τα φύλαγε σε κομμάτια διπλωμένο χαρτί. Ήθελε να φυλακίσει και τις μυρωδιές σ’ ένα μπουκάλι, αλλά το ήξερε καλά πια στην ηλικία του πως αυτό ήταν αδύνατον. Ούτε τον αέρα του δάσους μπορούσε να τον μεταφέρει μαζί του. Μόνο στη μνήμη του τον αποθήκευε για μια βδομάδα –τέτοιος έρωτας πια με το δάσος- κι ύστερα χανόταν, δεν τον άφηναν οι δουλειές, η κούραση, το καυσαέριο, οι μυρωδιές που βασάνιζαν τις αισθήσεις κι έπνιγαν την ανάσα. Αλλά ήξερε ότι το δάσος ήταν πάντα εκεί. Όπου κι αν πήγαινε το δάσος ήταν εκεί. Μαζί του. Τον τύλιγε με τη μυρωδιά του, του δυνάμωνε την ανάσα, τον τροφοδοτούσε ζωή.

Μέχρι το άλλο Σάββατο που θα πήγαινε πάλι εκεί. Να ρουφήξει την ομορφιά από κοντά.

Δεν πρόλαβε. Όταν είδε τις φλόγες στο γυαλί χύθηκε μαζί με το αυτοκίνητο στην άσφαλτο, στις στροφές, στο χώμα, μέχρι εκεί που άρχισε να τον πνίγει ο καπνός. Ένα δυνατό χτυποκάρδι. Ένιωσε από μακριά τον θάνατό του. Το δάσος αγκομαχούσε, στρίγκλιζε, πονούσε, αντιστεκόταν και υπέκυπτε. Αντιστεκόταν και υπέκυπτε.

Σαν τρελαμένος πάλευε να προχωρήσει κι άλλο. Να πολεμήσει αυτόν τον θάνατο. Να τυλίξει το δάσος του με μια κουβέρτα, να του ρίξει λίγο νερό στα ξεραμένα χείλη, το ‘νιωθε που καιγόταν κι άκουγε τον ήχο του, ένας ήχος σαν κλάμα αποχαιρετισμού. Και πώς του ήρθε έτσι ξαφνικά να θέλει, λέει, να το αγκαλιάσει, να κλάψει στον ώμο του, να του πει ευχαριστώ, να κρατήσει τις αναμνήσεις του, να του κλείσει ο ίδιος τα μάτια την ύστατη στιγμή.

Έφυγε χωρίς φρέσκα λουλούδια και χορτάρια. Στον γυρισμό προσπαθούσε να σκεφτεί. Ποτέ πια, του ΄λεγε το μυαλό του. Στο σπίτι ξεδίπλωσε τα ξεραμένα χορτάρια και τα διπλωμένα λουλούδια. Τα κόλλησε τρέμοντας σ’ ένα μεγάλο χαρτόνι και τους φόρεσε μια μαύρη γυαλιστερή κορνίζα. Ύστερα κρέμασε την κορνίζα στον γκρίζο τοίχο κοντά στο παράθυρο. Έκλεισε τα μάτια. Τέντωσε τις αισθήσεις του. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του τη μυρωδιά που τόσα χρόνια είχε αποθηκεύσει στη μνήμη του. Δεν μπόρεσε. Αν και έμενε μακριά από το καμένο δάσος, η μυρωδιά της στάχτης είχε εισχωρήσει παντού. Ποτέ πια, σκέφτηκε με θλίψη. Η ζωή του έγινε έτσι εντελώς ξαφνικά γκρίζα, σαν αποκαϊδι. Διάβολε, ψιθύρισε με τρόμο, και να σκεφτείς ότι το κακό μόλις έχει αρχίσει…

Λ.Β.

(Δημοσιεύθηκε στο «Έθνος» στις 3.7.2007)

(ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ "ΙΕΡΗΣ ΠΑΓΙΔΑΣ" ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΚΙΤΡΙΝΗ ΕΤΙΚΕΤΑ ΔΕΞΙΑ)

Wednesday, July 04, 2007

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ

Ακούστε ένα μικρό απόσπασμα από την "Ιερή Παγίδα" στο μπλογκ της, πατώντας στην κίτρινη ετiκέτα δεξιά κάτω απ' το προφίλ.

Ο βιασμός δεν γνωρίζει όρια, τόσο που αποτελεί ο ίδιος έναν συμβολισμό.


(Θα δημοσιεύω κάθε τόσο ένα απόσπασμα. Σας ευχαριστώ που με ανέχεστε.)

Monday, July 02, 2007

οδύνη
(οι στάχτες τι θα γεννήσουν;)

Tuesday, June 26, 2007

Το Τέλος του διηγήματος

...Το σώμα μου, κενό ασκί που κουβαλάω μαζί μου, αυτό που δεν περιέχει παρά μονάχα αέρα, ξάφνου αρχίζει να φουσκώνει. Αυτόματα χάνω τον έλεγχο των λόγων μου. Αντιλαμβάνομαι μόνο πως το στόμα συνεχίζει να κινείται μηχανικά εκτοξεύοντας λέξεις, λέξεις κι άλλες λέξεις, πιθανώς ακούγεται αυτό που πρέπει ν’ ακουστεί, αλλά εγώ συνεχώς φουσκώνω. Φουσκώνω. Φουσκώνω τόσο πολύ που δεν μπορεί πια το βάρος του σώματος να με κρατήσει στο δάπεδο. Τότε τα πόδια μου αρχίζουν να σηκώνονται. Χάνω την επαφή με τη μοκέτα. Όμως βλέπω ότι εξακολουθούν να με κοιτάνε. Κοιτάνε κι ακούν εκστατικοί. Είναι προσηλωμένοι σε μένα. Που δεν είμαι πια στο μέρος που κοιτάνε. Έχω ανέβει πνιγμένος αέρα.
Και, ω, νιώθω ανάλαφρος. Τόσο που δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα γελάκι ξαφνικό. Τώρα τους βλέπω όλους από ψηλά, καθισμένους στα παρατεταγμένα βελούδινα κόκκινα καθίσματα, με τα ντοσιέ της εταιρείας στα χέρια να κρατούν σημειώσεις για ερωτήσεις, και το γέλιο μου τραντάζει την αίθουσα πολλαπλασιασμένο απ’ το μικρόφωνο και τα ηχεία. Γελάω ανεξέλεγκτα. Τίποτα πλέον δεν μπορεί να με σταματήσει. Γελάω. Και χαίρομαι εδώ ψηλά, κολλημένος στο ταβάνι. Δεν μπορώ βέβαια να ξέρω αυτοί εκεί κάτω τι ακούν να βγαίνει απ’ το στόμα μου κοιτάζοντας στο σημείο όπου νομίζουν ότι με βλέπουν, όμως εγώ ακούω τη φωνή μου να τον καλεί:

Μάνθο...

Τώρα κρατάω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια, γιατί μου φαίνεται πως κάτι έχουν αντιληφθεί και ξαφνιάζονται. Σαν να είναι έτοιμοι να διαμαρτυρηθούν, αλλά δεν προλαβαίνουν. Γιατί εγώ βγαίνω απ’ την αίθουσα κι ύστερα

φρρρ

ανεβαίνω πιο ψηλά, βρίσκω το ανοιχτό παράθυρο, ακόμη πιο ψηλά, είναι σαν να πετάω, σαν να κολυμπάω στο κενό... Συγχωρήστε με, Κυρίες και Κύριοι, Μερόπη φίλησέ μου τα παιδιά, τι όμορφα που είναι να πετάς!

Μάνθο, περίμενέ με, επιστρέφω...

γέννησα έκρηξη

Monday, June 25, 2007

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Να ευχαριστήσω ακόμη μια φορά όλους τους φίλους που έστειλαν συμμετοχές για το τέλος του διηγήματος "Το Κενό του Σώματος". Όπως είχα γράψει και σε προηγούμενο ποστ οι έγκυρες συμμετοχές ήταν 8.
Σήμερα τελείωσε η ψηφοφορία και όπως είχα υποσχεθεί θα δημοσιεύσω ονομαστικά τις συμμετοχές. Ιδού λοιπόν οι 8 συμμετέχοντες με τους αύξοντες αριθμούς τους, με τους οποίους έλαβαν μέρος στην ψηφοφορία.
Ν0 1 INDUSTRIALDAISIES
No 2 COMROSITIONDOLL
No 3 BASILEIOS
No 4 IOEU
No 5 THE THERAPIST
No 6 2ΣΧ2
Νο 7 XΡΗΣΤΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ
No 8 ANASTASSIOS

Από την ψηφοφορία το τέλος που αναδείχτηκε σαν πιο ταιριαστό με το διήγημα (με 22 ψήφους) ήταν το
Νο 4
δηλαδή ο ioeu (κατά κόσμον Γιάννης Ευθυμιάδης).
Τον ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή του και του εύχομαι να έχει πάντα και παντού επιτυχίες.
Δεύτεροι ισοψήφισαν (με 14 ψήφους) τα νούμερα 1 και 7
δηλαδή η NDUSTRIALDAISIES και ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ αντίστοιχα.

Και τώρα διαβάστε το διήγημα με το τέλος του ioeu.
Αύριο θα αναρτήσω το κανονικό τέλος.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ IOEU

Ξύπνησα απ' τη σιωπή. Ίσως όμως δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε σιωπή. Απουσία θορύβου. Αυτό ήταν. Ενός συνηθισμένου, καθημερινού, ρυθμικού θορύβου. Άλλοτε δυνατού που σε ξαγρυπνά κι άλλοτε απαλoύ που σε ησυχάζει και σε κάνει να νιώθεις πως είναι συντροφιά σου. Πως υπάρχει για να υπάρχεις ή υπάρχεις γιατί υπάρχει. Τόσο σφιχταγκαλιασμένοι ο

ένας με τον άλλον, γρανάζια. Αυτός ο θόρυβος, λοιπόν, είχε ξαφνικά σταματήσει.

Άνοιξα τα μάτια με αγωνία. Περισσότερο την είχα υποψιασθεί παρά την είχα νιώσει τη σιωπή. Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από χτες βράδυ. Οι κουρτίνες ακόμη μισάνοιχτες για να περνάει το ροδαλό φως της αυγής. Τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα σε αναμονή στην κρεμάστρα. Το ηλεκτρονικό ρολόι στο κομοδίνο σε αγώνα δρόμου για να χτυπήσει σε τριάντα λεπτά. Έριξα μια ματιά δίπλα μου. Η Μερόπη κοιμόταν γυρισμένη στο άλλο πλευρό. Πρόσεξα πόσο κόκκινα είχε κάνει τελευταία τα μαλλιά της, δεν μπορούσε, είν' αλήθεια, ν' αποφασίσει τι χρώμα την κολάκευε περισσότερο, δεν της έλεγα κι εγώ, τόσο απασχολημένος με τις δουλειές... Την είχα γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο, πάνε είκοσι πέντε χρόνια, ούτε που το κατάλαβα πως άλλαξε...

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω τις σκέψεις μου. Η απουσία του θορύβου με προβλημάτισε ξανά. Έμοιαζε σαν αυτή η σιωπή ν' αναδυόταν από μέσα μου. Μου φάνηκε πως... σαν εγώ...

Και ξαφνικά, λες κι ανακάλυψα την εστία της σιωπής, έβαλα αυτόματα το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς μου. Αυτό ήταν. Κανένας ήχος. Απόλυτη σιγή! Το γνωστό τακ-τακ δεν ήταν εκεί. Είχε σταματήσει! Άφησα το χέρι στο στήθος αρκετή ώρα. Μια αίσθηση αιωνιότητας με κυρίεψε. Το τακ-τακ δεν ξαναρχόταν. Κοίταξα πάλι προς τη μεριά της Μερόπης. Εξακολουθούσε να κοιμάται γαλήνια μην έχοντας τίποτα υποψιαστεί, γιατί άλλωστε; δεν ήταν κάτι που την αφορούσε.

Πέταξα τα σκεπάσματα και σηκώθηκα. Εφόσον το τακ-τακ είχε σταματήσει, αναμφίβολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως είχα πεθάνει. Όμως η αγωνία μου με έκανε να νιώθω ότι ζω. Έπιασα το σφυγμό μου. Πώς δεν το είχα κάνει αμέσως; Καμιά φορά η καρδιά είναι τόσο διακριτική, ιδιαίτερα στον ύπνο, σκέφτηκα προσπαθώντας να ξεγελάσω τον εαυτό μου... Όμως δεν ακουγόταν σφυγμός ούτε με το

πιεσόμετρο με το οποίο καμιά φορά έπαιρνα την πίεση της πεθεράς μου. Η μόνη εξήγηση προφανώς, όσο παράξενη κι αν φαινόταν εκ πρώτης όψεως, ήταν πως η καρδιά μου δεν βρισκόταν εκεί που ήταν πάντα. Κοίταξα το ρολόι. Οκτώ και μισή. Ήταν η ώρα του να χτυπήσει. Το σταμάτησα μην ξυπνήσει τη Μερόπη κι αναγκαστικά αρχίζαμε κουβέντα. Μπήκα στο μπάνιο. Μπορεί η καρδιά μου να είχε βουβαθεί, αλλά εγώ δεν είχα άλλο χρόνο για χασομέρι, το συνέδριο θα άρχιζε στις δέκα. Και σίγουρα δεν θα έφτανα στον Αστέρα νωρίτερα από τις παρά τέταρτο με την ασφυκτική κίνηση στους δρόμους.

Έκανα βιαστικά ένα ντους και πέρασα την ανάποδη του χεριού μου στο δεξί μου μάγουλο. Αδύνατον να μην ξυριζόμουν. Άπλωσα το χέρι μου στην ηλεκτρική, αλλά σκέφτηκα πως θα καθυστερούσα κι έτσι άρπαξα στα γρήγορα το ξυράφι. Έτσι όπως βιαζόμουν θα 'ταν αφύσικο να μην κοπώ. Ένιωσα ρίγος απ' το τσούξιμο, αλλά πριν προλάβει ν' αρχίσει η αιμορραγία, κόλλησα ένα τραυμοπλάστ. Θα το' βγαζα στην τουαλέτα του Αστέρα. Φόρεσα βιαστικά τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα μου και φίλησα πεταχτά τη Μερόπη στο μέτωπο. Άνοιξε τα μάτια της, ανοιχτά καστανά, σαν μέλι. Α ναρωτήθηκα πώς μπορούσε να έχει ακόμη τόσο όμορφα μάτια, δεν είχα χρόνο όμως για τέτοιες κουβέντες. «Θα λείψω δυο μέρες», το θυμόταν, «καλή επιτυχία», μου ψιθύρισε, «τηλεφώνησέ μου». Δεν προλάβαινα να καλημερίσω τα παιδιά.

Η κίνηση στους δρόμους ήταν εφιαλτική, ιδιαίτερα μέσα στη ζέστη. Άνοιξα το αιρκοντίσιον παρ' όλο που κάθε φορά με έκανε να συναχώνομαι. Έστριψα Κατεχάκη για Βουλιαγμένη, ίσα-ίσα θα τους προλάβαινα, μόλις θα είχαν μπει στην αίθουσα. Συνήθως οι ξένοι έρχονταν μετά το μεσημεριανό φαγητό με το τζετ της μητέρας-εταιρείας από Ελβετία. Ευτυχώς η πορεία κάποιων αναρχικών γινόταν έξω απ’ τη Βουλή. Είχε δίκιο ο Παναγιωτίδης που διάλεξε τον Αστέρα Βουλιαγμένης, σκέψου τώρα να είχαμε κανονίσει το συνέδριο στη Μεγάλη Βρετανία.

Οι υπάλληλοι και οι πωλητές ήταν μαζεμένοι στον μπουφέ έξω απ' την αίθουσα κι έπιναν έναν πρώτο καφέ. Από μακριά έβλεπα τα στόματά τους ν' ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα και το ελεύθερο χέρι τους να πηγαινοέρχεται υποστηρίζοντας προφανώς όσα έλεγαν. Καθώς πλησίαζα, έφτασε στ' αφτιά μου το συνονθύλευμα κάποιων αφελών απόψεων, που υποστήριζαν συνήθως οι απλοί άνθρωποι, σχετικά με τις πορείες των αναρχικών. Μου χαμογέλασαν κι αμέσως άλλαξαν συζήτηση. «Θα σκίσει το καινούργιο προϊόν, boss.»

Ρούφηξα μια γουλιά απ' τον καφέ που έτρεξε να μου σερβίρει η γραμματέας μου και τσάκωσα το βλέμμα της να καρφώνεται στο μάγουλό μου. Θυμήθηκα το κόψιμο με το ξυράφι κι έτρεξα στις τουαλέτες. Είχα ευτυχώς λίγα λεπτά καιρό. Οι τουαλέτες μύριζαν απολυμαντικό. Παράξενο για ένα τόσο πολυτελές ξενοδοχείο, σκέφτηκα. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στο διευθυντή του.

Κοίταξα αφηρημένα το είδωλό μου στον καθρέφτη κι αυθόρμητα ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη μου με τη σκέψη ότι, αν φέτος πιάναμε τον στόχο, θα είχα ένα γερό μπόνους και μια σίγουρη υποψηφιότητα για Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Που σήμαινε ότι βρισκόμουν πλέον στην τελική ευθεία για την κορυφή. Αλλά και μέχρι εδώ να έμεναν τα πράγματα, έλεγε η Μερόπη, καλά τα είχα καταφέρει. Αύριο μετά το συνέδριο οι ξένοι θα ανήγγελλαν και επίσημα την υπαγωγή σε μένα της αγοράς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Τράβηξα απαλά το τραυμοπλάστ απ' το μάγουλό μου, μην αρχίσει να τρέχει το αίμα, κι έκανα να το ρίξω στο καλάθι των αχρήστων. Χωρίς να το θέλω, το μάτι μου έπεσε πάνω του. Παράξενο. Το τραυμοπλάστ δεν είχε καθόλου μα καθόλου αίμα, ούτε το μάγουλό μου κανένα ίχνος από αιμορραγία. Ήταν σαν να μην είχα κοπεί καθόλου, άδικα είχα ανησυχήσει... Μ' ένα όμως προσεκτικότερο κοίταγμα το πράγμα έδειξε διαφορετικό. Υπήρχε μια μικρή ουλή από το κόψιμο, λίγο ανοιχτή αλλά στεγνή και χλομή, σαν να μην είχε τρέξει καθόλου αίμα. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκα, που δεν είχα λερωθεί, και βγήκα απ' τις τουαλέτες γιατί σίγουρα θα είχαν όλοι μαζευτεί και θα περίμεναν εμένα για ν' αρχίσει το συνέδριο.

Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα στο διάδρομο και μια ξαφνική ταραχή με κυρίεψε. Ξαναγύρισα αμέσως τρέμοντας. Βουτήχτηκα πάλι στον καθρέφτη. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό μου. Έβαλα το χέρι μου στο μέρος της καρδιάς. Παρ' όλη τη λαχτάρα μου ο χτύπος δεν είχε επιστρέψει. Η καρδιά απουσίαζε ακόμη απ' τη θέση της. Και το αίμα; αναρωτήθηκε το μυαλό μου. Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Αν η καρδιά... τότε και το αίμα... Κοίταξα γύρω μου με αγωνία μήπως υπήρχε κανένα αιχμηρό εργαλείο. Ρίχνοντας ακόμη μια ματιά στον καθρέφτη, σκέφτηκα ότι ο καθρέφτης, δηλαδή το γυαλί, ήταν ό,τι χρειαζόμουν. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, έπρεπε να διαπιστώσω...

Τρέχω λοιπόν και βγάζω το ρολό τουαλέτας απ’ το γάντζο και ξεκολλάω με μια κίνηση —πού βρήκα τέτοια δύναμη — το γάντζο απ’ τον τοίχο. Έπρεπε να βιαστώ για να μην αρχίσουν ν’ ανησυχούν και με ψάχνουν. Με το γάντζο, που ήταν σιδερένιος, τρέχω ξανά στον καθρέφτη. Δεν διστάζω ούτε λεπτό. Σπάω αμέσως μια τριγωνική άκρη του κι έχω στα χέρια μου ένα μικρό, αιχμηρό αντικείμενο κατάλληλο για το σκοπό μου. Δεν είχα λόγο να κάνω τη γρατσουνιά στο πρόσωπο. Άπλωσα το χέρι και ξεκούμπωσα το μανίκι του ολόλευκου, καλοσιδερωμένου μου πουκάμισου. Ψηλά στον καρπό ήταν η καλύτερη θέση, δεν μπορούσα άλλο να το καθυστερώ, χρατς...

Σε όποιον και να το πω δεν θα με πιστεύει. Πονούσε στον καρπό μου η πληγή, έχασκε ανοιχτή μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν έσταζε καθόλου αίμα. Δεν υπήρχε αίμα!

Το λόγο του καθηγητή της Ψυχιατρικής ακολούθησαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι πωλητές χαίρονταν πάρα πολύ γιατί, αν ο ίδιος ο καθηγητής συνταγογραφούσε το νέο μας φάρμακο για την κατάθλιψη, τότε όλοι σι γιατροί αυτής της ειδικότητας θα το έγραφαν. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος καθηγητής είχε πολύ υψηλή ταρίφα. Είχα όμως απ’ την εταιρεία την ελευθερία να χειριστώ το ζήτημα. Και αυτό είχα ήδη κάνει.

Το Πρώτο πιάτο ήταν, όπως συνηθίζεται, καπνιστός σολομός. Θα προτιμούσα κάτι πιο πρωτότυπο, αλλά ευτυχώς δεν ήταν καλεσμένοι οι ξένοι τώρα το μεσημέρι. Για το βράδυ είχα την ελπίδα ότι θα παρουσίαζαν κάτι εκλεκτότερο. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στον αρμόδιο του τμήματος των δημοσίων σχέσεων της εταιρείας, αλλά ήξερα ότι αυτός θα τα φόρτωνε στην υπεύθυνη των συνεδρίων και ούτω καθεξής, δεν βρίσκεις άκρη σ’ αυτά τα πράγματα.

Απ’ ό,τι έβλεπα, κανείς δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό, περιμένοντας το βαρύ πυροβολικό των ξένων το απόγευμα. Καταλάβαινα στα βλέμματά τους ένα ελαφρό, ανεπαίσθητο μούδιασμα. Αντίθετα, εγώ ένιωθα άνετος ως προς αυτό, γιατί ήξερα την απόφασή τους σε σχέση με τη δική μου θέση, αν και δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, τα συμφέροντα μεταβάλλονται γρήγορα...

Έκοψα μια μπουκιά σολομό και την έβαλα στο στόμα μου. Η γεύση δεν ήταν κακή, λιγάκι λεμόνι είχε περισσότερο. Την κατάπια βιαστικά, πάντα μ’ ενοχλούσε το λίγο παραπάνω ξινό. Όμως η μπουκιά δεν κατέβαινε. Και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι έφταιγε το λεμόνι. Είχε σταθεί λίγο κάτω απ’ τον οισοφάγο μου. Δοκίμασα να την βοηθήσω με λίγο κρασί, σ’ αυτό είχαν κάνει ομολογουμένως πολύ καλή επιλογή, μια Ρομπόλα όσο έπρεπε παγωμένη.

Η μπουκιά στεκόταν εκεί λες και κάποιος είχε τσιμεντώσει το υπόλοιπο μέρος του οισοφάγου μου. Τίποτα δεν γλιστρούσε παρακάτω. Έπρεπε να το φτύσω, και όχι βέβαια στο πιάτο μου, μπροστά στα βλέμματα των υπαλλήλων.

Σηκώθηκα διακριτικά και με μια κίνηση καθησύχασα όσους ήταν έτοιμοι να τρέξουν για να δουν μήπως επιθυμώ κάτι. Προχώρησα όσο μπορούσα πιο φυσιολογικά μέχρι το διάδρομο, υπήρχε πιθανότητα κάποιος να με βλέπει, κι ύστερα έτρεξα στις τουαλέτες. Η μπουκιά με πίεζε πολύ. Έσκυψα στη λεκάνη και την έβγαλα νιώθοντας επιτέλους να ξαλαφρώνω. Ύστερα στο νιπτήρα δοκίμασα να πιω με το χέρι μου λίγο δροσερό νερό. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ούτε το νερό κατέβαινε. Σαν να σταμάταγε ο οισοφάγος δυο εκατοστά πέρα απ’ τη ρίζα της γλώσσας. Άνοιξα το στόμα μου και κοίταξα στον καθρέφτη μήπως διακρίνω τίποτα. Ορατότης μηδέν. Σκέτη μαυρίλα! Ιδρώτας άρχισε πάλι ν’ αναβλύζει απ’ το μέτωπό μου, ήταν το τρίτο παράξενο κρούσμα απ’ το πρωί, σίγουρα αυτόν τον καθηγητή της Ψυχιατρικής θα έπρεπε κάποια στιγμή να τον επισκεφθώ προσωπικά, σκέφτηκα. Θα με πρόσεχε οπωσδήποτε, τόσα χρήματα έπαιρνε απ’ την εταιρεία. Σκούπισα τον ιδρώτα μου με λίγο χαρτί και ξαναγύρισα στο τραπέζι, όχι δεν ήταν τίποτα, μην ανησυχείτε, ένα τηλεφώνημα επείγον που το είχα ξεχάσει, ας συνεχίσουμε το φαγητό μας...

Δεν είχα ιδέα όμως τι έπρεπε να κάνω για να παριστάνω ότι τρώω. Η αλήθεια είναι πως δεν πεινούσα και καθόλου, πράγμα που με παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Είχα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου από χτες το μεσημέρι. Τα ραντεβού μου στο γραφείο ήταν τόσα πολλά, αν δεν μου θύμιζε την ώρα του φαγητού η γραμματέας μου, μπορούσα να μείνω νηστικός μέχρι το βράδυ. Παλιά συνήθεια που είχα από μικρός όταν ήμασταν στα χωράφια, κάτω στη γενέτειρά μου την Κρήτη, και μαζεύαμε τις ελιές στον καιρό τους, τέσσερα χέρια όλα κι όλα, του πατέρα μου και τα δικά μου, η μάνα μου είχε πεθάνει στη γέννα. Απορούσα πώς είχα κατορθώσει εγώ να βρίσκομαι τώρα σ’ αυτό το τραπέζι, σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτή την εταιρεία!

Δεν δοκίμασα ούτε μια γουλιά καφέ. Φοβόμουν ότι πάλι δεν θα κατέβαινε τίποτα κάτω... Τα βράδια, θυμάμαι, γυρίζαμε σπίτι με το γάιδαρο, Μάνθο τον έλεγαν. Βάδιζε άκρη-άκρη στο γκρεμό κι εγώ έτρεμα. «Μη σκιάζεσαι», μου ‘λεγε ο πατέρας, «εκείνος ξέρει μαθές, όσο πιο σιμά στον κίνδυνο τόσο καλύτερα τον κατέχει, μην τονε χάψει». Από τότε θαύμαζα τον Μάνθο. Ήταν μια σπουδαία συντροφιά για μένα. Δεν είχα αδέλφια και... Πώς μου ‘ρθαν τώρα όλ’ αυτά; αναλογίστηκα παραξενεμένος.

Η ώρα είχε πάει τέσσερις κι έπρεπε να ετοιμαστώ για την υποδοχή των ξένων. Πήγα στο δωμάτιό μου να φρεσκαριστώ.

Ο διαφημιστής μας είχε μια πολύ δημιουργική ιδέα. Να υποδεχτούμε τους ξένους στο αεροδρόμιο κι ένας οπερατέρ να βιντεοσκοπήσει κρυφά τον ερχομό τους και να τους τον παρουσιάσουμε σαν εναρκτήριο καλωσόρισμα στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου, το οποίο θα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι. Σίγουρα θα τους εντυπωσιάζαμε.

Δεν είχε άδικο. Επιφωνήματα ευχάριστης έκπληξης ακούστηκαν το απόγευμα στην αίθουσα του συνεδρίου και όλοι χειροκρότησαν θερμά. Πηγαίναμε καλά. Δεν είχα πια αιτία ν’ ανησυχώ. Ακόμη και στο λόγο του ο μεγάλος απ’ την Ελβετία δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για την τόσο «έξυπνη», είπε επί λέξει, υποδοχή. Εκείνη τη στιγμή νοστάλγησα την καρδιά μου.

Λίγο πριν τελειώσει το απογευματινό μέρος του συνεδρίου έγινε και η μεγάλη ανακοίνωση που αφορούσε το άτομό μου. ‘Ηταν η πρώτη φορά μετά από τα χρόνια των σπουδών μου που έπαθα τρακ. Προσπάθησα με κόπο να καλύψω το τρέμουλο των χεριών μου Κι εκείνο το κάτι σαν λυγμό που ανέβαινε απ’ το στήθος μου. Φαντάσου σε τέτοια ηλικία, μονολόγησα. Όταν είχα αποφοιτήσει απ’ τα μεταπτυχιακά μου στο Χάρβαρντ και πήρα το ντοκτορά μου απ’ τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, είχα νιώσει την ίδια συγκίνηση, έτοιμος να εκτοξευτώ στον πιο μακρινό ουρανό. Η Μερόπη ήταν τότε πολύ ευτυχισμένη. Η αλήθεια είναι πως ουσιαστικά εκείνη τα είχε καταφέρει, αν δεν ήταν ο πατέρας της με τις διαπλοκές του σίγουρα δεν θα μπορούσα να εξασφαλίσω τέτοια αξιοζήλευτη υποτροφία... Καμιά φορά με γέμιζε τύψεις αυτή η σκέψη, ιδιαίτερα όταν... αλλά κάθε άντρας δικαιούται να κάνει μερικά ερωτικά παραστρατήματα στη ζωή του, τι διάολο πια.

Το βράδυ το γεύμα δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα με συνοδεία μουσικής. Υπήρχε μπαλέτο, εξαμελής ορχήστρα και πρόγραμμα ελαφρό και λαϊκό. Οι ξένοι τρελαίνονται για τσιφτετέλια, ζήτω η Ελλάδα, έλεγαν και πέταγαν γαρδένιες μαζί με τα καλαθάκια. Αν μπορούσα μόνο να καταπιώ δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σκυμμένος στο πιάτο μου, έκανα ένα σωρό μανούβρες για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Δεν ανέφερα κάτι ούτε στη Μερό πη, που την πήρα στο τηλέφωνο για να της πω «όλα καλά» και να την ευχαριστήσω για την ωραία της ανθοδέσμη, που είχε προνοήσει να μου στείλει για την προαγωγή μου.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, ασυναίσθητα έβαλα το χέρι στο στομάχι μου. Αυτό ήταν. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετικά. Ίσως δεν ήταν θέμα ψυχιάτρου, όπως θέλησα να πιστέψω το μεσημέρι. Ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που δεν τολμούσα ούτε να το σκεφτώ: μπορεί να είχε φύγει, μαζί με την καρδιά και το αίμα, και όλο το πεπτικό μου σύστημα. Τα εντόσθιά μου! Ήταν πάρα πολύ δύσκολο βέβαια να το πιστέψω. Σχεδόν κωμικό! Με αποσπούσε όμως απ’ τις δουλειές του συνεδρίου και ήταν πολλά τα πρακτικά προβλήματα που έπρεπε να λύσω...

Ο ξένος ερχόταν προς το μέρος μου, έπρεπε να πάρω το καλό μου ύφος. Μου χαμογέλασε. Αυστριακός ήταν νομίζω, αλλά γεννημένος στην Ελβετία και μεγαλωμένος στη Ρώμη με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όπως κι εγώ, μιλούσε οκτώ γλώσσες, εγώ μόνο τέσσερις μαζί με τα ελληνικά μου. «Εκείνο που μας ανησυχεί», μπήκε στο ψητό, «είναι οι τριγμοί στο κυβερνών κόμμα τώρα που περιμένουμε την έγκριση κυκλοφορίας του καινούργιου φαρμάκου για την κατάθλιψη». Τον διαβεβαίωσα ότι δεν εξαρτάται από τα κόμματα αυτό αλλά από διαφορετικές παρασκηνιακές, μυστικές διασυνδέσεις που υπήρχαν παντού και τις έλεγχα. Χάρηκε και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Εκείνη τη στιγμή μάς πλησίασε γελώντας η Νόρα, συνεργάτις της εταιρείας μας, αυτοπυρπολούμενη στην απαστράπτουσα θηλυκότητά της. Ανάμεσα στις κουβέντες και τ’ αστεία της πέταξε και το γνωστό «απόψε», όπως κάθε φορά που ήμασταν σε συνέδριο και διανυκτερεύαμε εκτός οικογενειακής εστίας. Δεν τόλμησα ν’ αρνηθώ παρόλο που κάτι μέσα μου μού έλεγε πως έπρεπε να το κάνω…

Τρέχω λοιπόν και βγάζω το ρολό τουαλέτας απ’ το γάντζο και ξεκολλάω με μια κίνηση —πού βρήκα τέτοια δύναμη — το γάντζο απ’ τον τοίχο. Έπρεπε να βιαστώ για να μην αρχίσουν ν’ ανησυχούν και με ψάχνουν. Με το γάντζο, που ήταν σιδερένιος, τρέχω ξανά στον καθρέφτη. Δεν διστάζω ούτε λεπτό. Σπάω αμέσως μια τριγωνική άκρη του κι έχω στα χέρια μου ένα μικρό, αιχμηρό αντικείμενο κατάλληλο για το σκοπό μου. Δεν είχα λόγο να κάνω τη γρατσουνιά στο πρόσωπο. Άπλωσα το χέρι και ξεκούμπωσα το μανίκι του ολόλευκου, καλοσιδερωμένου μου πουκάμισου. Ψηλά στον καρπό ήταν η καλύτερη θέση, δεν μπορούσα άλλο να το καθυστερώ, χρατς...

Σε όποιον και να το πω δεν θα με πιστεύει. Πονούσε στον καρπό μου η πληγή, έχασκε ανοιχτή μπροστά στα μάτια μου αλλά δεν έσταζε καθόλου αίμα. Δεν υπήρχε αίμα!

Το λόγο του καθηγητή της Ψυχιατρικής ακολούθησαν παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι πωλητές χαίρονταν πάρα πολύ γιατί, αν ο ίδιος ο καθηγητής συνταγογραφούσε το νέο μας φάρμακο για την κατάθλιψη, τότε όλοι σι γιατροί αυτής της ειδικότητας θα το έγραφαν. Η αλήθεια είναι ότι ο κύριος καθηγητής είχε πολύ υψηλή ταρίφα. Είχα όμως απ’ την εταιρεία την ελευθερία να χειριστώ το ζήτημα. Και αυτό είχα ήδη κάνει.

Το Πρώτο πιάτο ήταν, όπως συνηθίζεται, καπνιστός σολομός. Θα προτιμούσα κάτι πιο πρωτότυπο, αλλά ευτυχώς δεν ήταν καλεσμένοι οι ξένοι τώρα το μεσημέρι. Για το βράδυ είχα την ελπίδα ότι θα παρουσίαζαν κάτι εκλεκτότερο. Έπρεπε να κάνω παρατήρηση στον αρμόδιο του τμήματος των δημοσίων σχέσεων της εταιρείας, αλλά ήξερα ότι αυτός θα τα φόρτωνε στην υπεύθυνη των συνεδρίων και ούτω καθεξής, δεν βρίσκεις άκρη σ’ αυτά τα πράγματα.

Απ’ ό,τι έβλεπα, κανείς δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό, περιμένοντας το βαρύ πυροβολικό των ξένων το απόγευμα. Καταλάβαινα στα βλέμματά τους ένα ελαφρό, ανεπαίσθητο μούδιασμα. Αντίθετα, εγώ ένιωθα άνετος ως προς αυτό, γιατί ήξερα την απόφασή τους σε σχέση με τη δική μου θέση, αν και δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, τα συμφέροντα μεταβάλλονται γρήγορα...

Έκοψα μια μπουκιά σολομό και την έβαλα στο στόμα μου. Η γεύση δεν ήταν κακή, λιγάκι λεμόνι είχε περισσότερο. Την κατάπια βιαστικά, πάντα μ’ ενοχλούσε το λίγο παραπάνω ξινό. Όμως η μπουκιά δεν κατέβαινε. Και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι έφταιγε το λεμόνι. Είχε σταθεί λίγο κάτω απ’ τον οισοφάγο μου. Δοκίμασα να την βοηθήσω με λίγο κρασί, σ’ αυτό είχαν κάνει ομολογουμένως πολύ καλή επιλογή, μια Ρομπόλα όσο έπρεπε παγωμένη.

Η μπουκιά στεκόταν εκεί λες και κάποιος είχε τσιμεντώσει το υπόλοιπο μέρος του οισοφάγου μου. Τίποτα δεν γλιστρούσε παρακάτω. Έπρεπε να το φτύσω, και όχι βέβαια στο πιάτο μου, μπροστά στα βλέμματα των υπαλλήλων.

Σηκώθηκα διακριτικά και με μια κίνηση καθησύχασα όσους ήταν έτοιμοι να τρέξουν για να δουν μήπως επιθυμώ κάτι. Προχώρησα όσο μπορούσα πιο φυσιολογικά μέχρι το διάδρομο, υπήρχε πιθανότητα κάποιος να με βλέπει, κι ύστερα έτρεξα στις τουαλέτες. Η μπουκιά με πίεζε πολύ. Έσκυψα στη λεκάνη και την έβγαλα νιώθοντας επιτέλους να ξαλαφρώνω. Ύστερα στο νιπτήρα δοκίμασα να πιω με το χέρι μου λίγο δροσερό νερό. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ούτε το νερό κατέβαινε. Σαν να σταμάταγε ο οισοφάγος δυο εκατοστά πέρα απ’ τη ρίζα της γλώσσας. Άνοιξα το στόμα μου και κοίταξα στον καθρέφτη μήπως διακρίνω τίποτα. Ορατότης μηδέν. Σκέτη μαυρίλα! Ιδρώτας άρχισε πάλι ν’ αναβλύζει απ’ το μέτωπό μου, ήταν το τρίτο παράξενο κρούσμα απ’ το πρωί, σίγουρα αυτόν τον καθηγητή της Ψυχιατρικής θα έπρεπε κάποια στιγμή να τον επισκεφθώ προσωπικά, σκέφτηκα. Θα με πρόσεχε οπωσδήποτε, τόσα χρήματα έπαιρνε απ’ την εταιρεία. Σκούπισα τον ιδρώτα μου με λίγο χαρτί και ξαναγύρισα στο τραπέζι, όχι δεν ήταν τίποτα, μην ανησυχείτε, ένα τηλεφώνημα επείγον που το είχα ξεχάσει, ας συνεχίσουμε το φαγητό μας...

Δεν είχα ιδέα όμως τι έπρεπε να κάνω για να παριστάνω ότι τρώω. Η αλήθεια είναι πως δεν πεινούσα και καθόλου, πράγμα που με παραξένεψε ακόμη περισσότερο. Είχα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου από χτες το μεσημέρι. Τα ραντεβού μου στο γραφείο ήταν τόσα πολλά, αν δεν μου θύμιζε την ώρα του φαγητού η γραμματέας μου, μπορούσα να μείνω νηστικός μέχρι το βράδυ. Παλιά συνήθεια που είχα από μικρός όταν ήμασταν στα χωράφια, κάτω στη γενέτειρά μου την Κρήτη, και μαζεύαμε τις ελιές στον καιρό τους, τέσσερα χέρια όλα κι όλα, του πατέρα μου και τα δικά μου, η μάνα μου είχε πεθάνει στη γέννα. Απορούσα πώς είχα κατορθώσει εγώ να βρίσκομαι τώρα σ’ αυτό το τραπέζι, σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτή την εταιρεία!

Δεν δοκίμασα ούτε μια γουλιά καφέ. Φοβόμουν ότι πάλι δεν θα κατέβαινε τίποτα κάτω... Τα βράδια, θυμάμαι, γυρίζαμε σπίτι με το γάιδαρο, Μάνθο τον έλεγαν. Βάδιζε άκρη-άκρη στο γκρεμό κι εγώ έτρεμα. «Μη σκιάζεσαι», μου ‘λεγε ο πατέρας, «εκείνος ξέρει μαθές, όσο πιο σιμά στον κίνδυνο τόσο καλύτερα τον κατέχει, μην τονε χάψει». Από τότε θαύμαζα τον Μάνθο. Ήταν μια σπουδαία συντροφιά για μένα. Δεν είχα αδέλφια και... Πώς μου ‘ρθαν τώρα όλ’ αυτά; αναλογίστηκα παραξενεμένος.

Η ώρα είχε πάει τέσσερις κι έπρεπε να ετοιμαστώ για την υποδοχή των ξένων. Πήγα στο δωμάτιό μου να φρεσκαριστώ.

Ο διαφημιστής μας είχε μια πολύ δημιουργική ιδέα. Να υποδεχτούμε τους ξένους στο αεροδρόμιο κι ένας οπερατέρ να βιντεοσκοπήσει κρυφά τον ερχομό τους και να τους τον παρουσιάσουμε σαν εναρκτήριο καλωσόρισμα στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου, το οποίο θα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι. Σίγουρα θα τους εντυπωσιάζαμε.

Δεν είχε άδικο. Επιφωνήματα ευχάριστης έκπληξης ακούστηκαν το απόγευμα στην αίθουσα του συνεδρίου και όλοι χειροκρότησαν θερμά. Πηγαίναμε καλά. Δεν είχα πια αιτία ν’ ανησυχώ. Ακόμη και στο λόγο του ο μεγάλος απ’ την Ελβετία δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για την τόσο «έξυπνη», είπε επί λέξει, υποδοχή. Εκείνη τη στιγμή νοστάλγησα την καρδιά μου.

Λίγο πριν τελειώσει το απογευματινό μέρος του συνεδρίου έγινε και η μεγάλη ανακοίνωση που αφορούσε το άτομό μου. ‘Ηταν η πρώτη φορά μετά από τα χρόνια των σπουδών μου που έπαθα τρακ. Προσπάθησα με κόπο να καλύψω το τρέμουλο των χεριών μου Κι εκείνο το κάτι σαν λυγμό που ανέβαινε απ’ το στήθος μου. Φαντάσου σε τέτοια ηλικία, μονολόγησα. Όταν είχα αποφοιτήσει απ’ τα μεταπτυχιακά μου στο Χάρβαρντ και πήρα το ντοκτορά μου απ’ τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, είχα νιώσει την ίδια συγκίνηση, έτοιμος να εκτοξευτώ στον πιο μακρινό ουρανό. Η Μερόπη ήταν τότε πολύ ευτυχισμένη. Η αλήθεια είναι πως ουσιαστικά εκείνη τα είχε καταφέρει, αν δεν ήταν ο πατέρας της με τις διαπλοκές του σίγουρα δεν θα μπορούσα να εξασφαλίσω τέτοια αξιοζήλευτη υποτροφία... Καμιά φορά με γέμιζε τύψεις αυτή η σκέψη, ιδιαίτερα όταν... αλλά κάθε άντρας δικαιούται να κάνει μερικά ερωτικά παραστρατήματα στη ζωή του, τι διάολο πια.

Το βράδυ το γεύμα δόθηκε στη μεγάλη αίθουσα με συνοδεία μουσικής. Υπήρχε μπαλέτο, εξαμελής ορχήστρα και πρόγραμμα ελαφρό και λαϊκό. Οι ξένοι τρελαίνονται για τσιφτετέλια, ζήτω η Ελλάδα, έλεγαν και πέταγαν γαρδένιες μαζί με τα καλαθάκια. Αν μπορούσα μόνο να καταπιώ δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σκυμμένος στο πιάτο μου, έκανα ένα σωρό μανούβρες για να μην καταλάβει κανείς τίποτα. Δεν ανέφερα κάτι ούτε στη Μερό πη, που την πήρα στο τηλέφωνο για να της πω «όλα καλά» και να την ευχαριστήσω για την ωραία της ανθοδέσμη, που είχε προνοήσει να μου στείλει για την προαγωγή μου.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, ασυναίσθητα έβαλα το χέρι στο στομάχι μου. Αυτό ήταν. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετικά. Ίσως δεν ήταν θέμα ψυχιάτρου, όπως θέλησα να πιστέψω το μεσημέρι. Ίσως να ήταν αυτό ακριβώς που δεν τολμούσα ούτε να το σκεφτώ: μπορεί να είχε φύγει, μαζί με την καρδιά και το αίμα, και όλο το πεπτικό μου σύστημα. Τα εντόσθιά μου! Ήταν πάρα πολύ δύσκολο βέβαια να το πιστέψω. Σχεδόν κωμικό! Με αποσπούσε όμως απ’ τις δουλειές του συνεδρίου και ήταν πολλά τα πρακτικά προβλήματα που έπρεπε να λύσω...

Ο ξένος ερχόταν προς το μέρος μου, έπρεπε να πάρω το καλό μου ύφος. Μου χαμογέλασε. Αυστριακός ήταν νομίζω, αλλά γεννημένος στην Ελβετία και μεγαλωμένος στη Ρώμη με μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όπως κι εγώ, μιλούσε οκτώ γλώσσες, εγώ μόνο τέσσερις μαζί με τα ελληνικά μου. «Εκείνο που μας ανησυχεί», μπήκε στο ψητό, «είναι οι τριγμοί στο κυβερνών κόμμα τώρα που περιμένουμε την έγκριση κυκλοφορίας του καινούργιου φαρμάκου για την κατάθλιψη». Τον διαβεβαίωσα ότι δεν εξαρτάται από τα κόμματα αυτό αλλά από διαφορετικές παρασκηνιακές, μυστικές διασυνδέσεις που υπήρχαν παντού και τις έλεγχα. Χάρηκε και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση.

Εκείνη τη στιγμή μάς πλησίασε γελώντας η Νόρα, συνεργάτις της εταιρείας μας, αυτοπυρπολούμενη στην απαστράπτουσα θηλυκότητά της. Ανάμεσα στις κουβέντες και τ’ αστεία της πέταξε και το γνωστό «απόψε», όπως κάθε φορά που ήμασταν σε συνέδριο και διανυκτερεύαμε εκτός οικογενειακής εστίας. Δεν τόλμησα ν’ αρνηθώ παρόλο που κάτι μέσα μου μού έλεγε πως έπρεπε να το κάνω…

Έβγαλε αργά τα ρούχα της πετώντας τα ένα-ένα προς το μέρος μου στο κρεβάτι. Της άρεσε πάντα να παίζει με την κάβλα μου και να με ερεθίζει εξαιρετικά. ‘Ηταν η πιο αισθησιακή γυναίκα που είχα γνωρίσει. Και ήταν αρκετά πιωμένη για να λύνεται εντελώς και να το απολαμβάνει. Πρόσεξα ότι άρεσε και στον ξένο, η ίδια η Νόρα όμως δήλωσε χαριτολογώντας πως προτιμά εμένα, γιατί είμαι πάντα εδώ και πιο εύκολα του χεριού της. Η αλήθεια είναι ότι έπαιρνε όλες τις συνεδριακές δουλειές της εταιρείας, ήταν όμως καλή στον τομέα της και της άξιζε. Κανείς δεν μπορούσε να με κατηγορήσει ότι χαρίζομαι, Πράγμα που θα ενείχε κινδύνους για τη θέση μου.

Άγγιξα απαλά τις ρώγες της και κοκκίνισαν τα δάχτυλά μου, της άρεσε να τις βάφει με το κραγιόν των χειλιών της. Γέλασε ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω και προκαλώντας με να την πάρω όρθια ακουμπισμένη στον τοίχο. Και τότε ένιωσα ένα πολύ παράξενο αίσθημα. Ξαφνικά έμοιαζε σαν να μου κόπηκε η ανάσα. Λες και δεν υπήρχε καθόλου αέρας στο δωμάτιο ή σαν να βούλωσε η μύτη μου και δεν άφηνε να περάσει τίποτα στα πνευμόνια μου. Νόμισα θα λιποθυμήσω κι έκανα να κρατηθώ απ’ το κομοδίνο. Όμως, άλλο παράξενο, δεν ζαλίστηκα καν απ’ την έλλειψη οξυγόνου, λες και ήμουν πλήρης από αέρα εσωτερικά και δεν είχα ανάγκη την αναπνοή. Όλα εξακολουθούσαν να είναι όπως ήταν, αν και η διέγερσή μου δεν έμοιαζε να ικανοποιεί τη Νόρα, που με είχε συνηθίσει αλλιώς. Πώς μπορεί όμως να έχει κανείς διάθεση για πήδημα όταν ανακαλύπτει πως δεν αναπνέει καθόλου πια; Δικαιολόγησα μέσα μου την κατάσταση. Κοίταξα τη Νόρα, μισοφωτισμένη απ’ τα εξωτερικά φώτα της πισίνας του ξενοδοχείου, που έμπαιναν στο δωμάτιο απ’ την ημιδιάφανη ανεμίζουσα κουρτίνα. Χαμογελούσε περιμένοντας, γιατί αργούσα; Δεν είχε τίποτα καταλάβει.

Διέσχισα την ελάχιστη απόσταση που μας χώριζε, περνώντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Αυτό που είδα τυχαία, ρίχνοντας μια ματιά, μ’ έκανε να χάσω εντελώς την όρεξή μου για τα περαιτέρω και ν’ αφήσω στη μέση τη Νόρα, που ήταν έτοιμη για το πιο περίτεχνο πήδημα της ζωής της, λιγωμένη πάνω στον κάτασπρο τοίχο.

Με το ελάχιστο φως που ερχόταν απ’ έξω είδα το σώμα μου να εμφανίζει στον καθρέφτη το εσωτερικό του. Μπορεί να φανεί υπερβολικό αυτό που λέω, όμως είναι γεγονός. Το είδα με τα μάτια μου. Αντίκρισα λοιπόν στον καθρέφτη το εσωτερικό του εαυτού μου. Είδα το περίγραμμά του, τα κόκαλα, το σκελετό, τη ραχοκοκαλιά, τη λεκάνη, αλλά δεν είδα την καρδιά, το στομάχι, τους πνεύμονες, τα έντερα, τις αρτηρίες, την κύστη μου, τους αδένες μου. Δεν είχε τίποτα μέσα αυτό το σώμα. Όλα τα εντόσθια έλειπαν. Έβλεπα ένα σώμα κενό, χωρίς χυμούς, χωρίς υγρά. Στεγνό! Έμεινα μετέωρος.

«Τι συμβαίνει;» άκουσα βραχνή τη φωνή της Νόρας. Μια ξαφνική αδιαθεσία, δικαιολογήθηκα, ας με συγχωρήσει, αύριο θα τα λέγαμε ξανά. Με κοίταξε θλιμμένη κι έκανε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και με ρώτησε το νούμερο του δωματίου του ξένου και μήπως θα θύμωνα εάν... Την καθησύχασα. Έφυγε χωρίς τα ρούχα της, το άλλο δωμάτιο ήταν η σουϊτα ακριβώς δίπλα... Έμεινα μέχρι το πρωί να κοιτάζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, κόντευαν να σκιστούν, την ακτινογραφία του άδειου σώματός μου στον καθρέφτη...

Παρ’ όλη μου την έξαψη μετά τα τελευταία γεγονότα έπρεπε να συγκεντρωθώ, γιατί δεν είχα γράψει ούτε μια γραμμή για το λόγο που θα ‘βγαζα σήμερα, πρώτη μέρα των αυξημένων δραστηριοτήτων μου. Μ’ ενοχλούσε αφόρητα βέβαια που δεν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου, που δεν μπορούσα τίποτα να καταπιώ, που δεν ανέπνεα κι ούτε ήταν δυνατόν να κάνω έρωτα. Όπως και να το κάνεις, σαράντα πέντε χρόνια τώρα το σώμα μου είχε συνηθίσει αυτές τις λειτουργίες. Περισσότερο όμως με απασχολούσε αυτό που συνέβη χτες βράδυ στο δωμάτιό μου με τον καθρέφτη. Έπρεπε από δω κι εμπρός να προσέχω πολύ σε ποιο σημείο, σε σχέση με το φως, θα στεκόμουν, μήπως κι οι άλλοι μπορέσουν και δουν αυτό που είδα εγώ και καταλάβουν. Και ποιος Θα ήθελε να έχει για διευθυντή έναν... Έδιωξα αυτές τις σκέψεις για να γράψω δυο κουβέντες για το λόγο μου. Ευτυχώς το μυαλό μου ήταν ακόμη εδώ.

Στην αίθουσα συνεδριάσεων το φως ήταν χαμηλωμένο, γιατί παρακολουθούσαμε κάποια σλάιντς στην οθόνη σχετικά με την επίδραση της κατάθλιψης στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν πρόσεχα καθόλου. Με απασχολούσε πολύ ο λόγος μου, μήπως κάτι είχα παραλείψει ή δεν ήταν αρκετά κολακευτικός για τους επίτιμους καλεσμένους, όταν είδα να μου κάνει ελαφρό νόημα ο ξένος. Τον πλησίασα αμέσως σκυφτά για να μην ενοχλήσω την προβολή των διαφανειών. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, κι εκείνος σκεφτόταν το λόγο μου και μου υπέδειξε κάποια σημεία, τα οποία κατά τη γνώμη του δεν θα ‘πρεπε να θίξω. Ήταν πολύ λεπτά θέματα και καλύτερα να μην ανακοινώνονταν σ’ όλους τους υπαλλήλους της εταιρείας. Παρ’ όλο το ευγενικό του ύφος κατάλαβα πως επρόκειτο για εντολή. Ήμουν συνηθισμένος όμως σ’ αυτά κι έτσι δεν έδειξα τη δυσαρέσκειά μου. Γύρισα στη θέση μου κι άρχισα να σκέφτομαι τις διορθώσεις που έπρεπε να κάνω στο κείμενό μου. Χάρηκα που ακόμα το μυαλό μου μπορούσε να συγκεντρώνεται έστω και με αρκετή προσπάθεια και ησύχασα γιατί αυτό δεν θα είχε καμιά επίπτωση στην καριέρα μου. Είπα καριέρα και, αν είναι ποτέ δυνατόν, σκέφτηκα τον Μάνθο, το γάιδαρό μου κάτω στην Κρήτη. Όταν αρρώστησε με φώναξε ο πατέρας. Παράτησα τα πάντα, παρ’ όλο που είχα μια σημαντική σύσκεψη, κι έτρεξα. Το ζώο, σαν άνθρωπος, δεν ήθελε να πεθάνει χωρίς να μ’ αποχαιρετήσει. Τον έθαψα σκάβοντας μόνος μου ένα λάκκο. Ήταν λίγο ρηχός, σι πατούχες του εξείχαν απ’ το χώμα. Η Μερόπη με λέει τρελό όταν τα θυμάμαι.

Τα λεπτά περνούσαν και δεν έπρεπε άλλο να καθυστερώ το λόγο μου. Βάλθηκα να τον διορθώσω, γιατί έβλεπα πως τα σλάιντς τέλειωναν κι ερχόταν η σειρά μου. Το κείμενο τώρα ήταν σύμφωνο μ’ αυτά που μου είχαν ζητήσει. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν θα έκανα κάτι διακινδυνεύοντας την καριέρα μου, σκέφτηκα τη Μερόπη, τα παιδιά, όλους όσοι είχαν υπολογίσει σε μένα... Γι’ αυτό κι όταν πέρασε απ’ το μυαλό μου ξανά η εικόνα του σώματός μου στον καθρέφτη, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, κι αναρωτιόμουν μάλιστα πού βρέθηκαν τόσα υγρά αφού ήμουν... άδειος! Η στιγμή ήταν κρίσιμη, σε μισό λεπτό ήταν προγραμματισμένο να σταματήσουν οι διαφάνειες κι έπρεπε να είμαι ήδη κοντά στο βήμα. Σηκώθηκα.

Μέσα στα δέκα βήματα που είχα να κάνω προσπαθούσα να σκεφτώ μήπως είχα τίποτα ξεχάσει, μήπως υπήρχε κάτι που έπρεπε να προσθέσω στο λόγο μου, να τον κάνω πιο... πιο... όχι, ο εγκέφαλος δεν μου έδινε καμιά σκέψη, σαν να είχε μπλοκάρει, κι όμως υπήρχε μια σκέψη, έντονη, καυτή, αυτή δεν μπορούσα να την αποφύγω, λες και είχε κολλήσει. Η αίθουσα ήταν ακόμη σκοτεινή. Το μέρος που θα ανέβαινα να εκφωνήσω το λόγο μου, έτσι όπως ήταν υποφωτισμένο, μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες του υπνοδωματίου χτες και... Δεν ήθελα καθόλου να το συλλογίζομαι, αλλά το μυαλό μου δεν υπάκουε. Ο φόβος μην το καταλάβουν με τρέλαινε. Όλα θα πήγαιναν χαμένα. Έκανα ακόμη δυο βήματα, η σκέψη δεν μ’ άφηνε ούτε δευτερόλεπτο. Σφυροκοπούσε μέσα μου και ήταν η μοναδική. Από ένστικτο καταλάβαινα πια ότι δεν υπήρχε μυαλό, μονάχα μια σκέψη. Αυτή!

Ένιωθα σαν ρομπότ που ‘χει κουρδιστεί για να εκτελέσει μία μοναδική εντολή. Παράξενο, σχεδόν χάρηκα, γιατί δεν θα είχα πια την ανάγκη να παίρνω πρωτοβουλίες. Ακόμη μια δρασκελιά κι ανεβαίνω στο βήμα. Διορθώνω με χέρια που τρέμουν το μικρόφωνο, είμαι αρκετά ψηλότερος απ’ τον προηγούμενο, και τοποθετώ μπροστά μου το χαρτί. «Κυρίες και κύριοι, μαζευτήκαμε σήμερα εδώ για να...» Απόλυτη σιωπή επικρατεί στο ακροατήριο, όλοι κρέμονται απ’ τα χείλη του καινούργιου υπεύθυνου για την αγορά των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Κι εγώ συνεχίζω να μιλάω.

Το φως ανάβει ελαφρά και φωτίζει την πρώτη γραμμή των καθισμάτων, εκεί που κάθονται οι ξένοι και όλοι οι επίσημοι καλεσμένοι της εταιρείας μας. Στο μυαλό μου χτυπιέται πάντα η ίδια γνωστή σκέψη. Μην το καταλάβουν. Και τότε... Τότε, κάνοντας δυο βήματα αριστερά για να μη με τυφλώνει το φως από τη βιντεοκάμερα που μαγνητοσκοπεί την εκδήλωση, αισθάνομαι ότι έχω βρεθεί στις συνθήκες του υπνοδωματίου χτες. Η ταραχή μου μεγαλώνει. Τη νιώθω στα χέρια μου που δεν μπορούν ούτε ν’ ακουμπήσουν το μικρόφωνο. Η αίθουσα έχει μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο σκοτεινό θάλαμο που μ’ εγκλωβίζει.

Τα πρόσωπα σβήνουν. Μόνο τα πρόσωπα. Τα σώματα μένουν να μου θυμίζουν το φόβο μου. Σώματα σκιές. Σχεδόν ενωμένες. Όλο και πιο ενωμένες. Στο τέλος γίνονται μια σκιά. Ένα σκοτάδι. Κι ύστερα ένα φως. Γαλακτερό. Κι η μουσική. Από παντού. Ολόγυρα. Από μέσα μου, έτσι καθώς διέσχιζε ορίζοντας το είμαι και δεν είμαι. Ένιωθα πάλι να ξέρω ποιος είμαι. Κυρίως πού είμαι. Κι ας μην ήξερα τίποτα. Αυτό το τίποτα ήταν άλλωστε τόσο οικείο. Γι' αυτό ηρέμησα. Χαλάρωσα τη γραβάτα, τη διάθεσή μου, κατάπια (αλήθεια, τι;) και είπα:

ΜΠΟΥΜ!

Πετάχτηκε όρθιος! Πάλι η έκρηξη. Πάλι το ίδιο όνειρο. Πάει τόσος καιρός από εκείνη την μοιραία τελευταία προσπάθειά του να μιλήσει, λίγα δευτερόλεπτα πριν από την έκρηξη που τους έστειλε όλους…, όλους; Μα ναι. Ευτυχώς ή δυστυχώς τους έχει κι εδώ όλους γύρω του. Να λένε όλο τα ίδια και τα ίδια. Να κάνουν τα ίδια καμώματα. Τα ίδια ανιαρά σχόλια. Και να’ χει κι από πάνω και τον ίδιο εφιάλτη κάθε βράδυ. Άνυδρος, χωρίς αίμα, χωρίς σπλάχνα (είναι που μάλλον τα ρήμαξαν όλα τα θραύσματα που τον πήραν απ’ τους πρώτους). Να περιφέρεται ανάμεσά τους, όπως και τότε. Μα μήπως άνυδρος δεν ήταν και τότε? Στεγνωμένος από ό,τι μπορεί να κυλούσε μέσα στο σώμα του. Στεγνωμένος από αισθήσεις κι αισθήματα. Ξενοπηδούσε μόνο πού και πού, για να θυμάται ότι…κάτι επιτέλους κυλάει μέσα του. Τώρα ούτε κι αυτό δεν μπορούσε πια. Ούτε στο όνειρο. Μα βλέπουν όνειρα οι πεθαμένοι; Εφιάλτες; Ποιος να το πίστευε; Αυτή λοιπόν είναι η κόλαση…

(Ο πίνακας με τις ψηφοφορίες θα μείνει αναρτημένος ακόιμη 2 μέρες αλλά παρακαλώ μην ψηφίζετε πια)