Το γραψιμο ειναι η καλυτερη μορφη επικοινωνιας μετα τον ερωτα

σκεψεις, συνεντευξεις και κειμενα

Wednesday, August 30, 2006

Γραφή πρώτη. Από το Ίδρυμα.

Πέμπτη, 15 Σεπτεμβρίου.
Τώρα αρχίζω να γράφω το ημερολόγιό μου. Στο καινούριο τετράδιο που μου δώσανε με το πράσινο εξώφυλλο που έχει κολλημένο ένα αυτοκόλλητο με τον Tαζ. Ο Tαζ είναι ο αγαπημένος μου. O διάβολος της Τασμανίας! Θα γράφω κρυφά γιατί δεν θέλω να το δούνε. Και θα το κρύβω όχι κάτω απ' το κρεβάτι μου γιατί εκεί σκουπίζουν και κοιτάνε. Θα το κρύβω πάνω στο ντουλάπι μου που δεν ανεβαίνουν να ξεσκονίσουν ποτέ. Το έπιασα και έχει σκόνη μάκα. Βούλιαξε το δάχτυλό μου. Λοιπόν γράφω τώρα. Δω μέσα είναι αλλιώτικα από κει έξω. Δω μέσα η κυρία λέει να μη λέω "ρε" και "γαμώ τη μπανακόλα μου". Δω μέσα, λέει, δεν είναι σαν κει έξω. Δω μέσα θα γίνουμε άθρωποι. Η κυρία θέλει να γράψω μια έκθεση τώρα την καινούρια χρονιά. Λέει τώρα έμαθες να γράφεις και να διαβάζεις. Να γράψεις μια έκθεση. Να τη διαβάσουμε στην τάξη. Να δούμε τι σκέφτεσαι. Εγώ δεν θέλω να δούνε τι σκέφτομαι γιατί αυτά που σκέφτομαι εγώ είναι αλλιώτικα από αυτά που σκέφτονται οι άλλοι. Δεν είμαι βέβαια σίγουρος αλλά έτσι νομίζω τους άκουσα να λένε. Ύστερα τι να γράψω στην έκθεση; Μόνο για τη γάτα μου θέλω να γράψω. Είμαι κολλημένος με δαύτην. Δυο χρόνια τώρα τη σκέφτομαι και λέω πως αν δεν ήτανε αυτή δεν θα γινόντουσαν όλα αυτά που έγιναν. Η γάτα φταίει κι ας λέει η κυρία Μερόπη, η κοινωνική λειτουργός, πως φταίνε τα έργα που δείχνει το χαζοκούτι. Τα λέει βλακειες, ενώ εγώ είμαι σίγουρος ότι στις φίλες της τα λέει μαλακίες. Δω μέσα κάνει την ξύπνια. Αλλά δεν ξέρει τίποτα. Και δεν ξέρει γιατί δεν της έχω πει. Και δεν θα της πω γιατί δεν θέλω να μάθει. Δεν θέλω να μάθει τι σκέφτομαι. Είναι δικά μου αυτά που σκέφτομαι και δεν θα μου τα πάρουν. Αύριο θα έρθει να με δει ο κύριος Ανέστης που είναι λέει δικηγόρος. Δεν ξέρω αν θέλω να του μιλήσω. Θα δούμε. Όπως μου έρθει. Μακάρι πάλι να έφτιαχναν εκείνη την πίττα με τη σοκολάτα. Αλλά δεν πρέπει λέει να τρώμε πολύ γιατί θα βγάλουμε σπυράκια. Εγώ δεν βγάζω σπυράκια άμα τρώω. Δώ μέσα ανακάλυψα ότι μ' αρέσει να τρώω. Να τρώω, να τρώω. Σαν τον Ταζ! Τα σπυράκια τα βγάζω άμα με ζορίζουνε. Από μικρός το έχω αυτό. Αυριο θα βγάλω σπυράκια με τον κύριο Ανέστη. Και θα ξύνομαι. Όπως τότε με τη γάτα. Που έλεγαν άσε τη γάτα κάτω ρε μαλακισμένο, έχεις γεμίσει σπυριά. Αλλά δεν έφταιγε η γάτα. Γιατί όταν την κράταγα που ήταν ζωντανή δεν έβγαζα. Έβγαλα τότε που ήτανε ψόφια. Βγάζεις και με τη σκέψη; Δεν ξέρω. Δεν θέλω τώρα να γράψω άλλο. Θα κοιμηθώ. Καληνύχτα. Θα προσπαθήσω να μη βγάλω σπυράκια αύριο με τον κύριο Ανέστη. Μακάρι να φτιάξουν εκείνη την πίττα αύριο. Να θυμάμαι να βάζω και ν στο άθρωποι, μη φωνάζει πάλι αυτή η μαλακισμένη, μαλακισμένη, μαλακισμένηηηη.

(Αυτό ίσως μπορεί να είναι μια αρχή για την ιστορία του Βασίλη. Να γράφει το ημερολόγιό του στο ίδρυμα. Θα δούμε πώς θα πάει).

Monday, August 28, 2006

ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΙΖ


Το γλυπτό κεφάλι του Αδόλφου Χίτλερ που φιλοτέχνησε ο προστατεύομενος από τον δικτάτορα γλύπτης Άρνο Μπρέκερ, ο οποίος παρίστανε τους "καθαρούς" άνδρες της Αρίας φυλής γυμνούς, δυνατούς και ερωτικούς υποβάλοντας το ιδεώδες της ομοφυλοφιλίας ανάμεσα στους Ναζί. Αυτή την εποχή έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις η έκθεση έργων του που φιλοξενείται στη Γερμανία και την οποία υποστηρίζει ο άρτι αποκαλύψας το εφηβικό SS παρελθόν του Γκύντερ Γκρας. Το κουίζ συνίσταται στην εξής απλή ερώτηση: "Γιατί;"
Γύρισα από διακοπές και η πραγματικότητα μου έπεσε λίγο βαριά!

Friday, August 11, 2006

"ΙΕΡΗ ΠΑΓΙΔΑ"

"Το παρελθόν πρέπει να εφευρίσκεται όποτε το παρόν πεθαίνει ανάμεσα στα χέρια μας".

Κάρλος Φουέντες

«Η καταστροφή της Κωνσταντινούπολης είναι ο δεύτερος θάνατος του Πλάτωνα».

Πάπας Πίος ο Β’.

«Αγαπητέ μου, αφήστε με να σας πω κάτι. Στους πολέμους πάντα υποφέρουν οι αθώοι».

Ρέιμοντ Σέιτζ


~~~~~~~~~~~


Σαν μια εξομολόγηση


Δεν ξέρω αν έγιναν τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως θα σας τα διηγηθώ, όμως εμείς εδώ στη Βενετιά, που επιζήσαμε απ’ όλο εκείνο το αίμα και την καταστροφή, ξέρουμε πως δεν έγιναν ούτε έτσι ακριβώς όπως τα λένε οι άλλοι. Ας πιστέψει ο καθένας ό,τι αντέχει να θεωρεί αληθινό.


Ιουστίνη,

Θυγάτηρ κυρού Λουκά του Νοταρά,

πάλαι ποτέ Μεγάλου Δουκός

Κωνσταντινουπόλεως.

Εν Βενετία το έτος 6990 από Κτίσεως Κόσμου.

~~~~~~~~~~~~~

Κεφάλαιο 1

Βενετία, το έτος 6966 από Κτίσεως Κόσμου*

Μια αλλόκοτη ανάσταση

Ο μικρός μου αδελφός δολοφονήθηκε πριν πέντε χρόνια, δυο μήνες μετά που έγινε στην πατρίδα το κακό. Τώρα είναι πάλι ζωντανός!
Έτσι μας είπαν άνθρωποι που τον ήξεραν παλιά
κάτι ναυτικοί δηλαδή απ’ τα βενετσιάνικα, τότε που ο πατέρας, όποτε ήθελε κάποια εξυπηρέτηση κρυφά απ’ τον βάιλο, τους έδινε λίγα τσετίνια παραπάνω για κρασί. Ο πατέρας ήξερε ότι οι φτωχοί μπορούν να ζήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς αγάπη, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς κρασί έτσι έλεγε. Εδώ στη Βενετιά που είμαστε, μετά που τα χάσαμε όλα, δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται στην πατρίδα. Ζούμε κι εμείς σαν φτωχοί μαζί με τις δούλες μας, τον κηπουρό μας, τη μαγείρισσα και τον χοντρο-Μπραχίμ, όπως λέμε τον αράπη που μας φυλάει, αποκομμένες σ’ ένα απλό σπιτάκι κοντά στο Πόντε ντι Ριάλτο και σπάνια βγαίνουμε στον δρόμο ή στην αγορά ή συναντάμε κανέναν δικό μας. Η Άννα μας πενθεί εδώ και πέντε χρόνια για την πατρίδα, για τους γονείς μας και τ’ αδέλφια μας, για τον πύργο μας, γι’ αυτό που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν το είχαμε γνωρίσει πραγματικά. Πενθεί για μας που είμαστε εδώ ακόμη ζωντανοί, μα πιο πολύ πενθεί για τον εαυτό της που ακόμη, παρ’ όλα αυτά, δεν έχει πεθάνει· η Άννα πενθεί για όλα, έχουμε συνέχεια τον θάνατο γύρω μας. Αλλά δεν λέει κανείς μας να πεθάνει.
Την Άννα τη σεβόμαστε πολύ γιατί είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ό,τι μας έχει απομείνει από την οικογένεια να μας κρατά ενωμένους εδώ στα ξένα, εκτός απ’ τον Θεό. Βέβαια, ως μεγαλύτερη, διαχειρίζεται και τα χρήματά μας στις βενετσιάνικες τράπεζες. Αυτά, τα χρήματα δηλαδή, είναι ένας λόγος που ακόμη δεν έχουμε πεθάνει. Αλλά όχι μόνον αυτό. Είναι και ένας λόγος που η Άννα έχει κατορθώσει να διατηρεί επαφές με τους Δόγηδες, τον Φραγκίσκο Φόσκαρη παλιότερα και τώρα τον Πασχάλη Μαλιπιέρο, ο οποίος είναι ο πρώτος σ’ αυτή τη «χώρα χωρίς γη» ―όπως τη λένε― που καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα του χρήματος. Έτσι συνεννοείται θαυμάσια με την Άννα μας, παρόλο που εκείνη έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής πεισματικά να μιλήσει τη δική του γλώσσα. Ακόμη κι εμείς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μπροστά της τα βενετσιάνικα, αν και ύστερα από τόσα χρόνια όλες μας μπορούμε να συνεννοηθούμε θαυμάσια σ’ αυτήν τη γλώσσα, κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ όμορφη, στρωτή και τραγουδιστή, όχι σαν τα σλάβικα που μιλούσαν όσοι έρχονταν απ’ τα Βαλκάνια στον πύργο μας για «υψηλές, λέει, διευθετήσεις» κι έφευγαν κάθε φορά με τα πουγκιά τους γεμάτα δουκάτα ― ο πατέρας το είχε πάρει αυτό απ’ τον παππού, ήξερε να κερδίζει τον συνομιλητή του χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ξαναγυρίζω όμως στον αδελφό μου και την παράδοξη εκδοχή της… ανάστασής του.
Ήμουν κοντά στην πιάτσα του Γκρανκανάλ, στον περίβολο της εκκλησίας του Σαν Τζοβάνι του Ελεήμονα, και χάζευα τους πάγκους με τα ψιλοπράγματα, τα αρωματικά λάδια και τα μπαχαρικά που έφερναν απ’ την Ανατολή για το παζάρι. Το περπάτημα μέσα στη λασπουριά και τον δύσοσμο βάλτο με τα απόνερα και τα αποφάγια που πετούσαν απ’ τα παράθυρα των γύρω σπιτιών με εξουθένωνε. Αναγκαζόμουν να φοράω ψηλοτάκουνα για να μη φτάνει ο βούρκος στα πόδια μου. Τα γουρούνια που είχαν να περιφέρονται στους υποτυπώδεις δρόμους για να τρώνε τα σκουπίδια έβγαζαν τέτοια λιγωτική μπόχα που μου έφερνε εμετό. Φοβόμουν όμως να μετακινηθώ με γόνδολα μέσα σ’ αυτή τη βρομερή λιμνοθάλασσα των καναλιών. Πιο πολύ φοβόμουν μη γλιστρήσω μέσα σ’ αυτόν τον κινούμενο βούρκο. Εμείς στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να είχαμε βρομιά και σκουπίδια στους δρόμους μας, αλλά τα σπίτια μας άστραφταν από την πάστρα και στα λουτρά του πύργου μας τα νερά δεν σταματούσαν να τρέχουν όλη μέρα. Για τα γαλλικά σαπούνια μόνο ξοδεύαμε τόσα χρήματα όσα εδώ δίνουν γι’ αυτό το ξερόπραμα που το λένε ψωμί.
Εκεί λοιπόν, έξω απ’ την εκκλησία, καθώς ακόμη παζάρευα σ’ έναν πάγκο μανάβη για μερικά από εκείνα τα γλυκοφάγωτα μελωμένα ξερά σύκα απ’ την Πελοπόννησο, τον είδα να τρέχει προς το μέρος μου. Τον γνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν περάσει πέντε χρόνια. Ήταν ο Φωκιανός, έτσι τον είχε βαφτίσει ο πατέρας, γιατί ούτε ο ίδιος ήξερε το όνομά του· σκλάβο τον είχαν φέρει από την Αίγυπτο, για να δουλεύει κωπηλάτης στα καράβια, και τώρα κουτσός περιφερόταν στην εμποροπανήγυρη ζητιανεύοντας, με μια σχεδόν ψόφια αρκούδα, που δεν μπορούσε ούτε να γλείψει τις πληγές της απ’ τις δαγκωματιές των αδέσποτων σκύλων. Ο Φωκιανός πάντα είχε μια πολύ καλή πληροφορία για τον καθένα, που φυσικά την εξαργύρωνε με όσο πιο πολλά δουκάτα μπορούσε ― οι ταβέρνες δεν του έδιναν πια βιν βερεσέ. Αυτός μου μίλησε για τον μικρό μας Ιάκωβο, το αγόρι από την Πόλη, όπως είχε ακούσει να τον λένε. Μου ορκίστηκε στη Σάντα Μαρία, έπεσε κάτω και φιλούσε σαν δαιμονισμένος τα λασπωμένα ψηλοτάκουνά μου, ήταν ο ίδιος, λέει, μόνο λίγο διαφορετικός, αλλά όχι, δεν γινόταν να κάνει λάθος, είχε τα μάτια του στο χρώμα της δικιάς μας θάλασσας, του Αιγαίου, τον θυμόταν πολύ καλά, είχε και το μικρό μαβί σημάδι στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, σαν άλογο που τρέχει με την ουρά να ίπταται, κι έπαιζε φλάουτο τόσο μα τόσο γλυκά, μα βέβαια ήταν αυτός, ποιος άλλος θα μπορούσε; Μόνο που έπρεπε να πάρει άλλο ένα νόμισμα, αν ήταν δυνατόν λιγάκι πιο βαρύ, ασημένιο αν υπήρχε, και για χρυσό δεν θα έλεγε όχι, θα τον βοηθούσε να θυμηθεί το μέρος που τον είχε δει. Εσείς τι θα κάνατε; Δεν θα του δίνατε;
Σκέφτηκα ότι αν ήταν στη θέση μου ο πατέρας ακριβώς αυτό θα έκανε. Γιατί μπορεί οι φτωχοί να ζουν χωρίς λεφτά και λοιπά και λοιπά, όπως έλεγε, αλλά καμιά πληροφορία της προκοπής δεν προσφέρουν δωρεάν σ’ αυτόν που πρέπει να τη μάθει. Ένα και μισό δουκάτο έκανε το θαύμα του. Ο αδελφός μου ήταν, λέει, σ’ εκείνη την κακορίζικη ταβέρνα πίσω από τις στεγασμένες αποθήκες του μεγάλου λιμανιού, εκεί που μαζεύονταν τις αφέγγαρες νύχτες οι ναύτες απ’ τα εμπορικά που έπιαναν στο Ριάλτο, για να μπεκρουλιάσουν μ’ ένα κομμάτι ξερόψωμο πριν να ξαναφύγουν για κάποιο λιμάνι της ανατολής, με κίνδυνο πάντα της ζωής τους γιατί, δεν ξέρω η δική σας, αλλά η δική μας εποχή ήταν σκέτη τρέλα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αν ήσουν στα καράβια, μπορούσες ν’ αλλάξεις δρομολόγιο για τον άλλο κόσμο με ανοιγμένο το στήθος να δείχνει το κόκκινο μέρος της καρδιάς και την κοιλιά να ξεχύνει τα σωθικά της ή με κομμένη πέρα για πέρα την κεφαλή ― τόσο πολλοί ήταν οι τούρκοι πειρατές που λυσσούσαν για τα εμπορικά της Σινιορίας στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Μα τι μπορούσε να κάνει άραγε σε κείνη τη βρωμερή ταβέρνα ο αδελφός μου, ένας αληθινός, έστω και ξεπεσμένος, πρίγκιπας;

*1458 μ.Χ.

(Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο).



Thursday, August 10, 2006

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ...

...αλλιώς δεν θα 'ταν εμμονές. Ξεκίνησα αυτό το blog πριν 2 μήνες όταν παρέδωσα τα χειρόγραφα (διάβαζε δισκέτα) του καινούριου μου βιβλίου στον εκδότη μου. Το αποχωρίστηκα με δυσκολία, σαν να τραβούσα το δέρμα μου να το αφαιρέσω ήταν. Το βιβλίο δεν ήθελε να "φύγει". Άλλωστε πέρασα μαζί του κοντά έξι χρόνια! Δεν θα το κρύψω ότι από τότε του ρίχνω συνεχώς... κλεφτές ματιές! Είναι οι εμμονές που λέγαμε. Είναι που δεν λέει να μπει ένα τέλος. Είναι που πολλά έχουν περισσέψει. Και επανεμφανίζονται με κάθε ευκαιρία. Και να τώρα τι κάνω γι' αυτό. Τώρα που θα φύγω για διακοπές κάνω μια κατάθεση σ' αυτό το blog, όσο κι αν είναι ασυνήθιστη. Αφήνω πίσω μου ίχνη. Βγάζω στον αέρα ένα κομμάτι από την αρχή του βιβλίου. Με μεγάλη ταραχή. Αλλά θέλω να το κάνω. Θα το αφήσω να "πετάξει" αύριο. Είναι η "Ιερή Παγίδα".

Wednesday, August 09, 2006

Ο δολοφόνος παίζει τον θεό!

Υπάρχουν πολλά πράγματα που με προβλημάτισαν στην επαφή μου με την "Μυριανθίνα". Τίποτα δεν ήταν έτσι όπως θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς. Η γυναίκα είναι μια όμορφη λεπτοκαμωμένη τσιγγάνα με ονειροπόλα μάτια και χέρια σκληρά. Μοιάζει πλάσμα δειλό αλλά καταλαβαίνεις ότι δεν είναι στ' αλήθεια. Τώρα δεν έχει τίποτα. Ούτε τα παιδιά της. Λέγεται ότι τα κακοποιούσε συστηματικά αλλά αυτή η λέξη μοιάζει άγνωστη για κείνην. Όλα όσα έγιναν θεωρούνται... φυσιολογικά! Αυτό πρέπει να το λάβω σοβαρά υπ' όψη μου. Ο δολοφόνος δεν ζητάει να τον συγχωρέσουν και δεν μετανιώνει για ό,τι έκανε. Κατά τη γνώμη του είναι σωστά καμωμένο. Ο δολοφόνος είναι ένας μικρός θεός. Διορθώνει τα λάθος πράγματα. Τις λάθος καταστάσεις. Αυτό κάνει. Οι άλλοι πάντοτε φταίνε που τον αναγκάζουν να επέμβει. Να μη το ξεχνάω αυτό. Έχουν επιβάλει τη δικαιοσύνη τους. Τι είναι τελικά ένας δολοφόνος; Μια παρέκλιση; Μια αρχέγονη παρόρμηση; Ένα λάθος του μυαλού; Μια γονιδιακή εκτροπή; Ή όλοι είμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι; Από τον ίδιον η πράξη του αντιμετωπίζεται σαν φυσιολογική. Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει.
Το δικαστήριο του γιου θα γίνει τον Σεπτέμβρη. Αν το κατορθώσω πρέπει να τοι παρακολουθήσω. Δεν μ' ενδιαφέρουν ωστόσο πλέον τα πραγματικά γεγονότα. Όμως το γεγονός ότι ψάχνουν πάντα τα σκουπίδια και όλο βρίσκουν κάτι που τους χρειάζεται να μη το ξεχάσω. Και τραβιούνται βιαστικά όταν τους δει κάποιος. Είναι ενοχικοί κατά κάποιον τρόπο.
Πιθανός τίτλος: "Η γάτα δεν κουνιέται" ή "Όταν μεγάλωνα εκεί έξω".
Ήταν πολύ δυσάρεστο το ότι η ίδια η "Μυριανθίνα" μέσω του "συνδέσμου" μας άφησε να εννοηθεί ότι θα ήθελε χρήματα για να πει κάτι. Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ την ειλικρίνεια του προσώπου. Από το ένα ψέμα πέφτει στο άλλο. Όχι, δεν ενδιαφέρουν πλέον τα πραγματικά γεγονότα. Κατάλαβα τον ψυχισμό. Το reason why. Θα κρατήσω σημειώσεις στις διακοπές και θα επανέλθω.